-
1 σίριον
См. также в других словарях:
τετρασίριον — τὸ, Α μικρή τετραγωνική σιταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σίριον (< σιρός «σιταποθήκη)] … Dictionary of Greek
1 σίριον
τετρασίριον — τὸ, Α μικρή τετραγωνική σιταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σίριον (< σιρός «σιταποθήκη)] … Dictionary of Greek