-
1 σίκλος
-
2 σικλος
-
3 σίκλος
-
4 σίκλος
σίγλοςshekel: masc nom sgσίκλοςshekel: masc nom sg -
5 σίκλος
ο ведро -
6 σίκλος
-ου ὁ N 2 47-21-6-0-2=76 Ex 30,23.24; 39,1(bis).2(38,24.25)Semit. loanword (Hebr. קלשׁ); shekel (unit of weight) Ex 30,23; coin 1 Mc 10,40; silver coin Dt 22,19*1 Sm 13,21 τρεῖς σίκλοι εἰς τὸν ὀδόντα three shekel for the tooth?-ןשׁל קלשׁ שׁלשׁ for MT וןשׁקל שׁלשׁ three pronged forks?Cf. BEWER 1942, 45-46; CAIRD 1976, 78; DORIVAL 1994, 216-217; HARLÉ 1988, 102; TOV 1979, 221;WALTERS 1973, 164-165; →CHANTRAINE (sub σίγλος); FRISK (sub σίγλος) -
7 σίγλος
A shekel, a weight ( LXXEx.30.23, al.) or coin (ib.Le.5.15); δραχμὴ μία τὸ ἥμισυ τοῦ ς. ib.Ex.39.2 (38.26); butὁ ς... Ἀττικὰς δέχεται δραχμὰς τέτταρας J.AJ3.8.2
, cf. Hsch. s.v. σίκλος.2 the Persian ς. was the 1/ 3000th part of the Baby lonian silver talent, half the silver stater of Asia Minor, and = 7 1/2 [dialect] Att. ὀβολοί, X.An.1.5.6; or 8 ὀβολοί, acc. to Phot., quoting S.Fr. 1094 (perh. erroneously, instead of for sense 11).II ear-ring, Phot., cf. sq. -
8 siclus
-
9 σίγλος
σίγλος, ὁ, auch σίκλος, eine asiatische Münze, das hebräische Seckel; Xen. An. 1, 5, 6 ὁ δὲ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς καὶ ἡμιοβόλιον Ἀττικούς, u. A.
-
10 ἡμι-σίκλιον
ἡμι-σίκλιον, τό, halber σίκλος, Hesych. Auch ἡμίσικλον, Ios.
-
11 σιγλος
-
12 ковш
ковшл1. ὁ σίκλος, ὁ κάδος, τό ἀντ-λητήριο[ν]·2. тех. ὁ ἀντλητήρας / ἡ κουτάλα (литейный)·3. мор. ὁ κόλπος, τό λιμάνι. -
13 σίκλοι
σίγλοςshekel: masc nom /voc plσίκλοςshekel: masc nom /voc pl -
14 σίκλον
σίγλοςshekel: masc acc sgσίκλοςshekel: masc acc sg -
15 σίκλου
σίγλοςshekel: masc gen sgσίκλοςshekel: masc gen sg -
16 σίκλους
σίγλοςshekel: masc acc plσίκλοςshekel: masc acc pl -
17 σίκλω
-
18 σίκλῳ
-
19 σίκλων
σίγλοςshekel: masc gen plσίκλοςshekel: masc gen pl -
20 siclus
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σίκλος — σίγλος shekel masc nom sg σίκλος shekel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίκλος — ο, ΝΑ βλ. σίγλος … Dictionary of Greek
σίκλος — ο και σίκλα, η (λ. λατ.), ο κουβάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασκοδάβλα — η (Μ ἀσκοδάβλα) 1. δερμάτινος σίκλος με στεφάνη και λαβή από ξύλο 2. μετάλλινος σίκλος για άντληση νερού από πηγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ασκός + μσν. δαβλίν ή ταβλίν «μικρό και ελαφρό κιβώτιο»] … Dictionary of Greek
ημίσικλον — ἡμίσικλον και ἡμισίκλιον, τὸ (Α) μισός σίκλος, είδος αρχαίου νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σίκλος «μονάδα βάρους νομισματική μονάδα»] … Dictionary of Greek
σίκλα — η, Ν σίκλος, κουβάς, κάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίκλος κατά τα θηλ. (πρβλ. σίγλος: σίγλα)] … Dictionary of Greek
сикл — мера сыпучих тел , только др. русск. сиклъ – то же, уже у Кирилла Туровск. (Срезн. III, 348). Из ср. греч. σίκλος – то же от лат. situla, us сосуд (для черпания воды); урна (употребляемая при жеребьевке) ; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 177; ИОРЯС 12, 2 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σίγλος — ή σίκλος, ο, ΝΑ, και σίγγλος Ν (στην αρχ.) μονάδα βάρους η οποία ισοδυναμούσε με το 1/60 τής μνας νεοελλ. κάδος άντλησης, ιδίως νερού, κουβάς αρχ. 1. νομισματική μονάδα τής Ανατολής που ισοδυναμούσε με δύο ή τέσσερεις αττικές δραχμές («δραχμὴ μία … Dictionary of Greek
σίκλαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «σίγλαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίκλος κατά τα θηλ. (πρβλ. σίγλος: σίγλα)] … Dictionary of Greek
σικλί — το / σικλίον, ΝΜΑ [σίκλος] (με υποκορ. σημ.) μικρός κάδος, μικρός κουβάς … Dictionary of Greek
στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» … Dictionary of Greek