-
1 σίγραι
σίγραιwild swine: masc nom /voc pl -
2 σίγραι
σίγραι, οἱ, a kind of -
3 σίγραι
Meaning: τῶν ἀγρίων συῶν οι βραχεῖς καὶ σιμοί H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίγραι
См. также в других словарях:
σίγραι — wild swine masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγραι — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τῶν ἀγρίων συῶν οἱ βραχεῑς καὶ σιμοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεχαι πιθ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «σίκα ὗς» (βλ. και λ. σῦς)] … Dictionary of Greek
σιγγρίασις — και σιγρίασις, άσεως, ἡ, Μ αβαθής και επώδυνη εξέλκωση τού βλεννογόνου τής στοματικής κοιλότητας τών ιπποειδών, η άφτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σίγραι] … Dictionary of Greek