Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σίγουρος

  • 1 уверенный

    уверенный πεπεισμένος, βέβαιος, σίγουρος* я уверен, что... είμαι σίγουρος ότι...
    * * *
    πεπεισμένος, βέβαιος, σίγουρος

    я уве́рен, что... — είμαι σίγουρος ότι...

    Русско-греческий словарь > уверенный

  • 2 верный

    верн||ый
    прил
    1. (преданный) πιστός, Εμπιστος, ἀφοσιωμένος:
    \верный своему́ слову πιστός στό λόγο μου·
    2. (надежный) ἀσφαλής, σίγουρος:
    \верныйое средство τό ἀσφαλές (или σίγουρο) μέσο, τό ἀποτελεσματικό μέσο· \верный источник ἡ ἀσφαλής πηγή·
    3. (правильный) σωστός, ὀρθός/ ἀκριβής (точный):
    \верныйая мысль ἡ σωστή σκέψη· \верныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \верныйое изображение ἡ ἀκριβής ἀπεικόνιση·
    4. (меткий, точный) ἀλάθευτος, σίγουρος, σταθερός, εὐσταθής:
    \верный глаз τό ἀλάθευτο μάτι· \верныйая рука τό σίγουρο χέρι·
    5. (неизбежный, несомненный) σίγουρος, βέβαιος, ἀναμφίβολος:
    \верный выигрыш τό σίγουρο κέρδος· \верныйая смерть ὁ βέβαιος θάνατος, ὁ σίγουρος θάνατος.

    Русско-новогреческий словарь > верный

  • 3 уверенный

    επ. από μτχ.
    σταθερός, σίγουρος, αταλάντευτος, ακλόνητος•

    -ая походка σταθερό βάδισμα•

    -ая рука σταθερό χέρι•

    уверенный голос σταθερή φωνή.

    || πεποισμένος, βέβαιος•

    я -рен είμαι πεπο ισμένος (βέβαιος)•

    -рен в себе είμαι σίγουρος, με πίστη στον εαυτό μου•

    уверенный ответ σίγουρη απάντηση.

    εκφρ.
    будь -рен – να είσαι σίγουρος (βέβαιος).

    Большой русско-греческий словарь > уверенный

  • 4 верный

    верный 1) (преданный) πιστός, έμπιστος \верныйые друзья οι πιστοί φίλοι 2) (правильный) σωστός, ορθός· ακριβής (точный)' \верныйое решение η ορθή λύση 3) (надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστος· из \верныйых источников από σίγουρη πηγή
    * * *
    1) ( преданный) πιστός, έμπιστος

    ве́рные друзья́ — οι πιστοί φίλοι

    2) ( правильный) σωστός, ορθός; ακριβής ( точный)

    ве́рное реше́ние — η ορθή λύση

    3) ( надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστος

    из ве́рных исто́чников — από σίγουρη πηγή

    Русско-греческий словарь > верный

  • 5 достоверный

    достоверный αξιόπιστος έγκυρος σίγουρος (надёжный)' из \достоверныйых источников από αξιόπιστη πηγή
    * * *
    αξιόπιστος; έγκυρος; σίγουρος ( надёжный)

    из достове́рных исто́чников — από αξιόπιστη πηγή

    Русско-греческий словарь > достоверный

  • 6 надёжный

    надёжный σίγουρος, ασφαλής
    * * *
    σίγουρος, ασφαλής

    Русско-греческий словарь > надёжный

  • 7 ненадёжный

    ненадёжный ασταθής, αβέβαιος. μη σίγουρος
    * * *
    ασταθής, αβέβαιος, μη σίγουρος

    Русско-греческий словарь > ненадёжный

  • 8 уверенный

    уверенн||ый
    прил
    1. (о человеке) βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος:
    быть \уверенныйым εἶμαι βέβαιος·
    2. (о движениях, тоне и т. п.) σταθερός, εὐσταθής:
    \уверенныйый шаг τό σταθερό βήμα· \уверенныйый ответ ἡ ἀδίσταχτη ἀπάντηση· \уверенныйый голос ἡ σταθερή φωνή· \уверенныйая рука τό σταθερό χέρι· ◊ будьте уверены) νά είσθε βέβαιος, νά είσθε σίγουρος.

    Русско-новогреческий словарь > уверенный

  • 9 верный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    1. πιστός•

    верный друг πιστός φίλος•

    верный слуг πιστός υπηρέτης•

    -ая жена πιστή σύζυγος•

    верный своим убеждениям πιστός στις ιδέες του.

    2. σίγουρος•

    верный способ σίγουρος τρόπος.

    3. αληθινός, -θής, πραγματικός, σωστός, ακριβής•

    -ое изображение πραγματική απεικόνιση•

    -ое решение задачи σωστή λύση του προβλήματος•

    верный перевод πιστή μετάφραση.

    4. αναπόφευκτος•

    -ая гибель αναπόφευκτη (σίγουρη) καταστροφή.

    5. αλάθευτος, -θητος•

    -ая рука σίγουρο χέρι.

    Большой русско-греческий словарь > верный

  • 10 надёжный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. σίγουρος, βάσιμος• αξιόπιστος, πιστός•

    надёжный человек σίγουρος άνθρωπος•

    надёжный слуга πιστός υπηρέτης•

    -ая опора σίγουρο στήριγμα•

    надёжный друг έμπιστος φίλος.

    2. σταθερός, στερεός, γερός, εδραίος•

    -ые фунтаменты γερά θεμέλια.

    || ασφαλής•

    -ые средства ασφαλή μέσα•

    спрятать в -ом месте κρύβω σε ασφαλές μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > надёжный

  • 11 надёжный

    αξιόπιστος
    ασφαλής
    σταθερός
    σίγουρος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надёжный

  • 12 надежный

    надежн||ый
    прил στερεός, σταθερός (солидный, прочный)! σίγουρος, πιστός, ἀξιόπιστος (верный)! ἀσφαλής (безопасный):
    \надежныйые войска τά πιστά στρατεύματα· \надежныйый фундамент τό στερεό θεμέλιο· \надежныйный помощи́ик ὁ πιστός βοηθός· \надежныйый друг ὁ Εμπιστος φίλος· \надежныйая опора τό σταθερό στήριγμα· в \надежныйом месте ἐν ἀσφαλεία, σέ σίγουρο μέρος.

    Русско-новогреческий словарь > надежный

  • 13 несомненный

    несомненн||ый
    прил ἀναμφίβολος, ἀναμφισβήτητος, σίγουρος,

    Русско-новогреческий словарь > несомненный

  • 14 нетвердый

    нетвердый
    прил
    1. (мягкий) μαλακός·
    2. (неустойчивый) ἀσταθής (о походке и т. п.)/ ἐπισφαλής (о положении и т. п.)/ ἀδύνατος (о знаниях и т. п.)·
    3. (нерешительный) ἀναποφάσιστος, μή σίγουρος, ἀσταθής.

    Русско-новогреческий словарь > нетвердый

  • 15 рассчитывать

    рассчитывать
    несов
    1. (производить подсчет, расчет) ὑπολογίζω, λογαριάζω:
    \рассчитывать стоимость чего́-л. ὑπολογίζω τήν ἀξία, ὑπολογίζω τό κόστος·
    2. (увольнять) ἀπολύω, παύω κάποιον
    3. (предполагать) ὑπολογίζω, ἔχω σκοπό, προτί-θεμαι, ἔχω κατά νοῦν:
    он рассчитывал сегодня выехать ὑπολόγιζε σήμερα ν' ἀναχωρήσει·
    4. (полагаться) βασίζομαι, στηρίζομαι:
    он не может на это \рассчитывать δέν μπορεί νά ὑπολογίζει σ'αὐτό· твердо \рассчитывать на кого́-л. εἶμαι σίγουρος πώς...

    Русско-новогреческий словарь > рассчитывать

  • 16 убежденный

    убежд||енный
    прил πεπεισμένος, σίγουρος:
    \убежденныйенный сторонник ὁ σταθερός Οπαδός.

    Русско-новогреческий словарь > убежденный

  • 17 уверенно

    уверенн||о
    нареч σίγουρα, μέ βεβαιότητα, μέ πεποίθηση:
    говорить \уверенно ὁμιλώ μέ πεποίθηση· \уверенно смотреть вперед εἶμαι βέβαιος (или σίγουρος) γιά τό μέλλον.

    Русско-новогреческий словарь > уверенно

  • 18 устоичивый

    устоичив||ый
    прил
    1. σταθερός, εὐσταθής, γερός, ἀνθεκτικός·
    2. перен σταθερός, σίγουρος:
    \устоичивыйая погода ὁ σταθερός καιρός· \устоичивыйые цены οἱ σταθερές τιμές.

    Русско-новогреческий словарь > устоичивый

  • 19 уверенный

    [ουβιέριννυΐ] εκ. σίγουρος

    Русско-греческий новый словарь > уверенный

  • 20 уверенный

    [ουβιέριννυϊ] επ σίγουρος

    Русско-эллинский словарь > уверенный

См. также в других словарях:

  • σίγουρος — Επώνυμο οικογένειας της Ζακύνθου, που καταγόταν από τους Νορμανδούς ιππότες της Γαλλίας de Segur. Απόγονοι της οικογένειας αυτής εγκαταστάθηκαν στην Απουλία και τη Ζάκυνθο. Γενάρχης του κλάδου της Ζακύνθου ήταν ο Νούκιος. 1. Δραγανίγος (1547… …   Dictionary of Greek

  • σίγουρος — η, ο επίρρ. α 1. ασφαλής: Δε νιώθει σίγουρος. 2. βέβαιος: Δεν είναι σίγουρος για την επιτυχία του. – Δεν είμαι σίγουρος για την αλήθεια. 3. «στα σίγουρα», οπωσδήποτε· «το χω για σίγουρο», το θεωρώ βέβαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… …   Dictionary of Greek

  • σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… …   Dictionary of Greek

  • ασφαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. ασάλευτος, σταθερός, ατράνταχτος, σίγουρος: Η θεμελίωση του κτιρίου δε φαίνεται πολύ ασφαλής. 2. ορθός, ακριβής, βέβαιος, αλάθευτος: Τα συμπεράσματα στα οποία έφθασες δεν μπορούν να θεωρηθούν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • αβέβαιος — αία και αιη, ο (Α ἀβέβαιος, ον) [βέβαιος] 1. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος 2. ασαφής, άδηλος, ακαθόριστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αβέβαιο(ν) η αβεβαιότητα*. νεοελλ. αυτός που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κάτι …   Dictionary of Greek

  • αδίστακτος — και χτος, η, ο (AM ἀδίστακτος, ον) [διστάζω] αρχ. νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός αρχ. αυτός για τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»