-
1 уверенный
уверенный πεπεισμένος, βέβαιος, σίγουρος* я уверен, что... είμαι σίγουρος ότι...* * *πεπεισμένος, βέβαιος, σίγουροςя уве́рен, что... — είμαι σίγουρος ότι...
-
2 верный
верн||ыйприл1. (преданный) πιστός, Εμπιστος, ἀφοσιωμένος:\верный своему́ слову πιστός στό λόγο μου·2. (надежный) ἀσφαλής, σίγουρος:\верныйое средство τό ἀσφαλές (или σίγουρο) μέσο, τό ἀποτελεσματικό μέσο· \верный источник ἡ ἀσφαλής πηγή·3. (правильный) σωστός, ὀρθός/ ἀκριβής (точный):\верныйая мысль ἡ σωστή σκέψη· \верныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \верныйое изображение ἡ ἀκριβής ἀπεικόνιση·4. (меткий, точный) ἀλάθευτος, σίγουρος, σταθερός, εὐσταθής:\верный глаз τό ἀλάθευτο μάτι· \верныйая рука τό σίγουρο χέρι·5. (неизбежный, несомненный) σίγουρος, βέβαιος, ἀναμφίβολος:\верный выигрыш τό σίγουρο κέρδος· \верныйая смерть ὁ βέβαιος θάνατος, ὁ σίγουρος θάνατος. -
3 уверенный
επ. από μτχ.σταθερός, σίγουρος, αταλάντευτος, ακλόνητος•-ая походка σταθερό βάδισμα•
-ая рука σταθερό χέρι•
уверенный голос σταθερή φωνή.
|| πεποισμένος, βέβαιος•я -рен είμαι πεπο ισμένος (βέβαιος)•
-рен в себе είμαι σίγουρος, με πίστη στον εαυτό μου•
уверенный ответ σίγουρη απάντηση.
εκφρ.будь -рен – να είσαι σίγουρος (βέβαιος). -
4 верный
верный 1) (преданный) πιστός, έμπιστος \верныйые друзья οι πιστοί φίλοι 2) (правильный) σωστός, ορθός· ακριβής (точный)' \верныйое решение η ορθή λύση 3) (надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστος· из \верныйых источников από σίγουρη πηγή* * *1) ( преданный) πιστός, έμπιστοςве́рные друзья́ — οι πιστοί φίλοι
2) ( правильный) σωστός, ορθός; ακριβής ( точный)ве́рное реше́ние — η ορθή λύση
3) ( надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστοςиз ве́рных исто́чников — από σίγουρη πηγή
-
5 достоверный
достоверный αξιόπιστος έγκυρος σίγουρος (надёжный)' из \достоверныйых источников από αξιόπιστη πηγή* * *αξιόπιστος; έγκυρος; σίγουρος ( надёжный)из достове́рных исто́чников — από αξιόπιστη πηγή
-
6 надёжный
-
7 ненадёжный
-
8 уверенный
уверенн||ыйприл1. (о человеке) βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος:быть \уверенныйым εἶμαι βέβαιος·2. (о движениях, тоне и т. п.) σταθερός, εὐσταθής:\уверенныйый шаг τό σταθερό βήμα· \уверенныйый ответ ἡ ἀδίσταχτη ἀπάντηση· \уверенныйый голос ἡ σταθερή φωνή· \уверенныйая рука τό σταθερό χέρι· ◊ будьте уверены) νά είσθε βέβαιος, νά είσθε σίγουρος. -
9 верный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно1. πιστός•верный друг πιστός φίλος•
верный слуг πιστός υπηρέτης•
-ая жена πιστή σύζυγος•
верный своим убеждениям πιστός στις ιδέες του.
2. σίγουρος•верный способ σίγουρος τρόπος.
3. αληθινός, -θής, πραγματικός, σωστός, ακριβής•-ое изображение πραγματική απεικόνιση•
-ое решение задачи σωστή λύση του προβλήματος•
верный перевод πιστή μετάφραση.
4. αναπόφευκτος•-ая гибель αναπόφευκτη (σίγουρη) καταστροφή.
5. αλάθευτος, -θητος•-ая рука σίγουρο χέρι.
-
10 надёжный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. σίγουρος, βάσιμος• αξιόπιστος, πιστός•надёжный человек σίγουρος άνθρωπος•
надёжный слуга πιστός υπηρέτης•
-ая опора σίγουρο στήριγμα•
надёжный друг έμπιστος φίλος.
2. σταθερός, στερεός, γερός, εδραίος•-ые фунтаменты γερά θεμέλια.
|| ασφαλής•-ые средства ασφαλή μέσα•
спрятать в -ом месте κρύβω σε ασφαλές μέρος.
-
11 надёжный
αξιόπιστοςασφαλήςσταθερόςσίγουροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > надёжный
-
12 надежный
надежн||ыйприл στερεός, σταθερός (солидный, прочный)! σίγουρος, πιστός, ἀξιόπιστος (верный)! ἀσφαλής (безопасный):\надежныйые войска τά πιστά στρατεύματα· \надежныйый фундамент τό στερεό θεμέλιο· \надежныйный помощи́ик ὁ πιστός βοηθός· \надежныйый друг ὁ Εμπιστος φίλος· \надежныйая опора τό σταθερό στήριγμα· в \надежныйом месте ἐν ἀσφαλεία, σέ σίγουρο μέρος. -
13 несомненный
несомненн||ыйприл ἀναμφίβολος, ἀναμφισβήτητος, σίγουρος, -
14 нетвердый
нетвердыйприл1. (мягкий) μαλακός·2. (неустойчивый) ἀσταθής (о походке и т. п.)/ ἐπισφαλής (о положении и т. п.)/ ἀδύνατος (о знаниях и т. п.)·3. (нерешительный) ἀναποφάσιστος, μή σίγουρος, ἀσταθής. -
15 рассчитывать
рассчитыватьнесов1. (производить подсчет, расчет) ὑπολογίζω, λογαριάζω:\рассчитывать стоимость чего́-л. ὑπολογίζω τήν ἀξία, ὑπολογίζω τό κόστος·2. (увольнять) ἀπολύω, παύω κάποιον3. (предполагать) ὑπολογίζω, ἔχω σκοπό, προτί-θεμαι, ἔχω κατά νοῦν:он рассчитывал сегодня выехать ὑπολόγιζε σήμερα ν' ἀναχωρήσει·4. (полагаться) βασίζομαι, στηρίζομαι:он не может на это \рассчитывать δέν μπορεί νά ὑπολογίζει σ'αὐτό· твердо \рассчитывать на кого́-л. εἶμαι σίγουρος πώς... -
16 убежденный
убежд||енныйприл πεπεισμένος, σίγουρος:\убежденныйенный сторонник ὁ σταθερός Οπαδός. -
17 уверенно
уверенн||онареч σίγουρα, μέ βεβαιότητα, μέ πεποίθηση:говорить \уверенно ὁμιλώ μέ πεποίθηση· \уверенно смотреть вперед εἶμαι βέβαιος (или σίγουρος) γιά τό μέλλον. -
18 устоичивый
устоичив||ыйприл1. σταθερός, εὐσταθής, γερός, ἀνθεκτικός·2. перен σταθερός, σίγουρος:\устоичивыйая погода ὁ σταθερός καιρός· \устоичивыйые цены οἱ σταθερές τιμές. -
19 уверенный
[ουβιέριννυΐ] εκ. σίγουρος -
20 уверенный
[ουβιέριννυϊ] επ σίγουρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σίγουρος — Επώνυμο οικογένειας της Ζακύνθου, που καταγόταν από τους Νορμανδούς ιππότες της Γαλλίας de Segur. Απόγονοι της οικογένειας αυτής εγκαταστάθηκαν στην Απουλία και τη Ζάκυνθο. Γενάρχης του κλάδου της Ζακύνθου ήταν ο Νούκιος. 1. Δραγανίγος (1547… … Dictionary of Greek
σίγουρος — η, ο επίρρ. α 1. ασφαλής: Δε νιώθει σίγουρος. 2. βέβαιος: Δεν είναι σίγουρος για την επιτυχία του. – Δεν είμαι σίγουρος για την αλήθεια. 3. «στα σίγουρα», οπωσδήποτε· «το χω για σίγουρο», το θεωρώ βέβαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… … Dictionary of Greek
σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… … Dictionary of Greek
ασφαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. ασάλευτος, σταθερός, ατράνταχτος, σίγουρος: Η θεμελίωση του κτιρίου δε φαίνεται πολύ ασφαλής. 2. ορθός, ακριβής, βέβαιος, αλάθευτος: Τα συμπεράσματα στα οποία έφθασες δεν μπορούν να θεωρηθούν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
αβέβαιος — αία και αιη, ο (Α ἀβέβαιος, ον) [βέβαιος] 1. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος 2. ασαφής, άδηλος, ακαθόριστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αβέβαιο(ν) η αβεβαιότητα*. νεοελλ. αυτός που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κάτι … Dictionary of Greek
αδίστακτος — και χτος, η, ο (AM ἀδίστακτος, ον) [διστάζω] αρχ. νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός αρχ. αυτός για τον οποίο… … Dictionary of Greek
αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… … Dictionary of Greek