-
1 σήραγγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σήραγγος
-
2 σήραγγος
σή̱ραγγος, σῆραγξcave hollowed out by water: fem gen sg -
3 σῆραγξ
-
4 σῆραγξ
σῆραγξ, - γγοςGrammatical information: f. (m.)Meaning: `canyon, hollowed chasm under the sea surface' (S., Pl., Arist. etc.), also of hollows and pores of the body (medic.), des. of a bed or plank (Agatharch., cf. σηλαγγεύς); metaph. = ἐπιθυμία H. (also σήραγγος).Derivatives: σηράγγ-ιον n. washing place in Piraeus (Att.), - ώδης `full of σ.' (medic., Paus. a. o.), - όομαι, - όω `to be hollow, to make porous' (late).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)Etymology: Formation as the synonymous φάραγξ; cf. also φάλαγξ a. o. (Chantraine Form. 399f.); to σέσηρα (? s. v.), but in detail unclear. -- Clearly a Pre-Greek word (not in Furnée).Page in Frisk: 2,697-698Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σῆραγξ
См. также в других словарях:
σήραγγος — Με το όνομα αυτό αναφέρεται μυθολογικός ήρωας στον αρχαίο Πειραιά, ο οποίος κατοικούσε σε φυσικό άνοιγμα σαν σπηλιά, στην περιοχή της Μουνιχίας (Σηράγγιον). Ο Σ. σχετίζεται με κάποια δύναμη, η οποία παρουσιαζόταν σε διάφορα μέρη και έπαιρνε το… … Dictionary of Greek
σήραγγος — σή̱ραγγος , σῆραγξ cave hollowed out by water fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
συσσηραγγώ — όω. Μ καθιστώ κάτι εντελώς συραγγώδες («ὁ τόπος οὐκ ἐκ ταὐτομάτου διαβεβόθρωται οὐδὲ συσσεοηράγγωται φυσικῶς», Ανν. Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σηραγγῶ (< σήραγξ, σήραγγος)] … Dictionary of Greek