-
1 απέρασεν
ἀ̱πέρᾱσεν, ἀπεράωvomit: aor ind act 3rd sg (attic doric aeolic)ἀ̱πέρᾱσεν, ἀπεράωvomit: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀπέρᾱσεν, ἀπεράωvomit: aor ind act 3rd sg (attic doric aeolic)ἀπέρᾱσεν, ἀπεράωvomit: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀπορραίνωspirt out: aor ind act 3rd sg (epic) -
2 ἀπέρασεν
ἀ̱πέρᾱσεν, ἀπεράωvomit: aor ind act 3rd sg (attic doric aeolic)ἀ̱πέρᾱσεν, ἀπεράωvomit: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀπέρᾱσεν, ἀπεράωvomit: aor ind act 3rd sg (attic doric aeolic)ἀπέρᾱσεν, ἀπεράωvomit: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀπορραίνωspirt out: aor ind act 3rd sg (epic) -
3 συνενηπίασεν
συνενηπίᾱσεν, σύν, ἐν-ἠπιάωaor ind act 3rd sg (attic)συνενηπίᾱσεν, σύν, ἐν-ἠπιάωaor ind act 3rd sg (doric aeolic)συνενηπίᾱσεν, σύν, ἐν-ἠπιάωaor ind act 3rd sg (attic)συνενηπίᾱσεν, σύν, ἐν-ἠπιάωaor ind act 3rd sg (doric aeolic)σύν-νηπιάζωto be as a babe: aor ind act 3rd sg -
4 υπάντασεν
ὑ̱πάντᾱσεν, ὑπαντάωcome: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ὑπά̱ντᾱσεν, ὑπαντάωcome: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ὑπάντᾱσεν, ὑπαντάωcome: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ὑπάντᾱσεν, ὑπαντάωcome: aor ind act 3rd sg (doric aeolic) -
5 ὑπάντασεν
ὑ̱πάντᾱσεν, ὑπαντάωcome: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ὑπά̱ντᾱσεν, ὑπαντάωcome: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ὑπάντᾱσεν, ὑπαντάωcome: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ὑπάντᾱσεν, ὑπαντάωcome: aor ind act 3rd sg (doric aeolic) -
6 αντεπείρασεν
ἀντεπείρᾱσεν, ἀντί, ἐπί-εἰρέωsay: aor ind act 3rd sg (attic)ἀντεπείρᾱσεν, ἀντί-πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (attic)ἀντεπείρᾱσεν, ἀντί-πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀντί-πειράζωmake proof: aor ind act 3rd sg -
7 ἀντεπείρασεν
ἀντεπείρᾱσεν, ἀντί, ἐπί-εἰρέωsay: aor ind act 3rd sg (attic)ἀντεπείρᾱσεν, ἀντί-πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (attic)ἀντεπείρᾱσεν, ἀντί-πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀντί-πειράζωmake proof: aor ind act 3rd sg -
8 αντεπέρασεν
ἀντεπέρᾱσεν, ἀντί, ἐπί-ἐρέωlove: aor ind act 3rd sg (attic)ἀντί, ἐπί-ῥάζωsnarl: aor ind act 3rd sgἀντί-ἐπιρραίνωsprinkle upon: aor ind act 3rd sg (epic)ἀντεπέρᾱσεν, ἀντί-περάω 1drive right through: aor ind act 3rd sg (attic)ἀντεπέρᾱσεν, ἀντί-περάω 1drive right through: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀντί-περάω 2aor ind act 3rd sg -
9 ἀντεπέρασεν
ἀντεπέρᾱσεν, ἀντί, ἐπί-ἐρέωlove: aor ind act 3rd sg (attic)ἀντί, ἐπί-ῥάζωsnarl: aor ind act 3rd sgἀντί-ἐπιρραίνωsprinkle upon: aor ind act 3rd sg (epic)ἀντεπέρᾱσεν, ἀντί-περάω 1drive right through: aor ind act 3rd sg (attic)ἀντεπέρᾱσεν, ἀντί-περάω 1drive right through: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀντί-περάω 2aor ind act 3rd sg -
10 ενεπείρασεν
ἐνεπείρᾱσεν, ἐν, ἐπί-εἰρέωsay: aor ind act 3rd sg (attic)ἐνεπείρᾱσεν, ἐν-πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (attic)ἐνεπείρᾱσεν, ἐν-πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐν-πειράζωmake proof: aor ind act 3rd sg -
11 ἐνεπείρασεν
ἐνεπείρᾱσεν, ἐν, ἐπί-εἰρέωsay: aor ind act 3rd sg (attic)ἐνεπείρᾱσεν, ἐν-πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (attic)ἐνεπείρᾱσεν, ἐν-πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐν-πειράζωmake proof: aor ind act 3rd sg -
12 εξέρασεν
ἐξέρᾱσεν, ἐξεράωevacuate: aor ind act 3rd sg (attic)ἐξέρᾱσεν, ἐξεράωevacuate: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐξέρᾱσεν, ἐξερέωwill speak: aor ind act 3rd sg (attic)ἐκραίνωscatter out of: aor ind act 3rd sg (epic) -
13 ἐξέρασεν
ἐξέρᾱσεν, ἐξεράωevacuate: aor ind act 3rd sg (attic)ἐξέρᾱσεν, ἐξεράωevacuate: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐξέρᾱσεν, ἐξερέωwill speak: aor ind act 3rd sg (attic)ἐκραίνωscatter out of: aor ind act 3rd sg (epic) -
14 κατεπείρασεν
κατεπείρᾱσεν, κατά, ἐπί-εἰρέωsay: aor ind act 3rd sg (attic)κατεπείρᾱσεν, κατά-πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (attic)κατεπείρᾱσεν, κατά-πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)κατά-πειράζωmake proof: aor ind act 3rd sg -
15 κατηγόρασεν
καταγοράζωbuy up: aor ind act 3rd sg (attic epic ionic)κατηγόρᾱσεν, κατηγορέωspeak against: aor ind act 3rd sg (attic)κατηγόρᾱσεν, κατηγορέωspeak against: aor ind act 3rd sg (attic)κατηγόρᾱσεν, κατηγορέωspeak against: aor ind act 3rd sg (attic) -
16 άυσεν
ἄ̱ῡσεν, αὔω 2cry out: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἄῡσεν, αὔω 2cry out: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
17 ἄυσεν
ἄ̱ῡσεν, αὔω 2cry out: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἄῡσεν, αὔω 2cry out: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
18 έθυσεν
-
19 ἔθυσεν
-
20 έφυσεν
ἔφῡσεν, ἐφύωrain upon: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἔφῡσεν, φύωbring forth: aor ind act 3rd sgφύζωaor ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
Σεν - ε - Μαρν — (Seine et Marne). Νομός της Γαλλίας (έκτ. 5.915 τ. χλμ.). Πρωτεύουσα είναι η πόλη Μελίν. Το μεγαλύτερο μέρος του νομού αποτελείται από γόνιμα εδάφη στα οποία καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και ζαχαρότευτλα. Μεγάλη ανάπτυξη έχει η κτηνοτροφία και… … Dictionary of Greek
Σεν Τσου — Κινέζος ζωγράφος, καλλιγράφος και ποιητής (Ουμεν, Σουτσόου 1427 1509). Υπήρξε ιδρυτής της σχολής του ζωγραφικού κινήματος που έμεινε γνωστό με το όνομα Ου, από το όνομα της ομώνυμης επαρχίας όπου γεννήθηκε. Υπέστη την επίδραση των δασκάλων «Ουέν… … Dictionary of Greek
σεν — (I) το, Ν άκλ. νομισματική υποδιαίρεση διαφόρων χωρών τής Άπω Ανατολής. (II) το, Ν άκλ. μονάδα μήκους τής Ταϊλάνδης, ισοδύναμη με 40, 60 μέτρα … Dictionary of Greek
Γκιγιόμ ντε Σεν Τιερί — (Guillaume de Saint Thierry, 1085 – 1148). Γάλλος Βενεδικτίνος μοναχός και θεολόγος, φλαμανδικής καταγωγής. Διετέλεσε εφημέριος του Σεν Τιερί, που βρισκόταν στην περιοχή της Ρενς. Συνδέθηκε με τον άγιο Βερνάρδο του Κλερβό και, υπό την επίδρασή… … Dictionary of Greek
Ζοφρουά ή Ζοφρουά Σεν Ιλέρ, Ισιντόρ — (Geoffroy Isidore Geoffroy Saint Hilaire, 1805 – 1861). Γάλλος φυσιοδίφης, γιος του Ετιέν Ζοφρουά Σεν Ιλέρ (βλ. λ. παραπάνω). Αν και οπαδός των απόψεων του πατέρα του, έκανε ορισμένες υποχωρήσεις σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες μεταβλητότητας των… … Dictionary of Greek
Λε Σεν, Ρενέ — (René Le Senne, Ελμπέφ σιρ Σεν 1882 – Νεϊγί, Παρίσι 1954). Γάλλος φιλόσοφος και ψυχολόγος. Υπήρξε μαθητής του Φρεντερίκ Ρο. Αρχικά ασχολήθηκε με τη βιολογία και την ψυχολογία, αλλά η εμπιστοσύνη του στις θετικές επιστήμες και στον διεθνιστικό… … Dictionary of Greek
Ζοφρουά ή Ζοφρουά Σεν Ιλέρ, Ετιέν — (GeoffroyEtienne Geoffroy Saint Hilaire, 1772 – 1844). Γάλλος φυσιοδίφης και στοχαστής. Έγινε γνωστός για τις θεωρίες του σχετικά με την ενιαία οργανική σύνθεση των όντων. Κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο (1798 99) ήταν μέλος… … Dictionary of Greek
Λα Σαπέλ-ο-Σεν, άνθρωπος της- — (γαλλ. L’ homme de La Chapelle aux Saints). Συμβατική ονομασία που δόθηκε σε ανθρώπινο σκελετό της παλαιολιθικής εποχής, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1908 σε μια μικρή σπηλιά, κοντά στο γαλλικό χωριό Λα Σαπέλ του νομού Κορέζ. Το συγκεκριμένο εύρημα,… … Dictionary of Greek
Μπερναρντέν ντε Σεν Πιερ, Ανρί — (Henri Bernardin de Saint Pierre, Χάβρη 1737 – Ερανί σιρ Ουάζ 1814). Γάλλος συγγραφέας. Απογοητευμένος από την πολιτική, βρήκε στα ταξίδια του στα νησιά του Ινδικού ωκεανού και στην κεντρο ανατολική Ευρώπη την έμπνευση για λογοτεχνικά έργα –… … Dictionary of Greek
Νεϊγί-σιρ-Σεν — (Neuilly sur Seine). Πόλη (59.600 κάτ. το 2003) της Γαλλίας. Αποτελεί δυτικό προάστιο του Παρισιού και σημαντικό βιομηχανικό κέντρο. Η πόλη είναι γνωστή από τη συνθήκη που υπογράφηκε στις 27 Νοεμβρίου 1919, από τους Συμμάχους και τη Βουλγαρία την … Dictionary of Greek
Πιερ-Σεν-Μαρτέν — (Pierre Saint Martin). Καρστική άβυσσος στα Δυτικά Πυρηναία, στα σύνορα Γαλλίας και Ισπανίας. Έχει βάθος 1.340 μ. (ή κατ’ άλλους 1.771 μ.) και είναι η πιο βαθιά στον κόσμο. Σχηματίστηκε σε ασβεστολιθικά στρώματα. Αποτελείται από ένα κατακόρυφο… … Dictionary of Greek