Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σέν

  • 1 απέρασεν

    ἀ̱πέρᾱσεν, ἀπεράω
    vomit: aor ind act 3rd sg (attic doric aeolic)
    ἀ̱πέρᾱσεν, ἀπεράω
    vomit: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀπέρᾱσεν, ἀπεράω
    vomit: aor ind act 3rd sg (attic doric aeolic)
    ἀπέρᾱσεν, ἀπεράω
    vomit: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀπορραίνω
    spirt out: aor ind act 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > απέρασεν

  • 2 ἀπέρασεν

    ἀ̱πέρᾱσεν, ἀπεράω
    vomit: aor ind act 3rd sg (attic doric aeolic)
    ἀ̱πέρᾱσεν, ἀπεράω
    vomit: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀπέρᾱσεν, ἀπεράω
    vomit: aor ind act 3rd sg (attic doric aeolic)
    ἀπέρᾱσεν, ἀπεράω
    vomit: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀπορραίνω
    spirt out: aor ind act 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > ἀπέρασεν

  • 3 συνενηπίασεν

    συνενηπίᾱσεν, σύν, ἐν-ἠπιάω
    aor ind act 3rd sg (attic)
    συνενηπίᾱσεν, σύν, ἐν-ἠπιάω
    aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    συνενηπίᾱσεν, σύν, ἐν-ἠπιάω
    aor ind act 3rd sg (attic)
    συνενηπίᾱσεν, σύν, ἐν-ἠπιάω
    aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    σύν-νηπιάζω
    to be as a babe: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > συνενηπίασεν

  • 4 υπάντασεν

    ὑ̱πάντᾱσεν, ὑπαντάω
    come: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ὑπά̱ντᾱσεν, ὑπαντάω
    come: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ὑπάντᾱσεν, ὑπαντάω
    come: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ὑπάντᾱσεν, ὑπαντάω
    come: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > υπάντασεν

  • 5 ὑπάντασεν

    ὑ̱πάντᾱσεν, ὑπαντάω
    come: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ὑπά̱ντᾱσεν, ὑπαντάω
    come: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ὑπάντᾱσεν, ὑπαντάω
    come: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ὑπάντᾱσεν, ὑπαντάω
    come: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ὑπάντασεν

  • 6 αντεπείρασεν

    ἀντεπείρᾱσεν, ἀντί, ἐπί-εἰρέω
    say: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἀντεπείρᾱσεν, ἀντί-πειράω
    attempt: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἀντεπείρᾱσεν, ἀντί-πειράω
    attempt: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀντί-πειράζω
    make proof: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > αντεπείρασεν

  • 7 ἀντεπείρασεν

    ἀντεπείρᾱσεν, ἀντί, ἐπί-εἰρέω
    say: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἀντεπείρᾱσεν, ἀντί-πειράω
    attempt: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἀντεπείρᾱσεν, ἀντί-πειράω
    attempt: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀντί-πειράζω
    make proof: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀντεπείρασεν

  • 8 αντεπέρασεν

    ἀντεπέρᾱσεν, ἀντί, ἐπί-ἐρέω
    love: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἀντί, ἐπί-ῥάζω
    snarl: aor ind act 3rd sg
    ἀντί-ἐπιρραίνω
    sprinkle upon: aor ind act 3rd sg (epic)
    ἀντεπέρᾱσεν, ἀντί-περάω 1
    drive right through: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἀντεπέρᾱσεν, ἀντί-περάω 1
    drive right through: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀντί-περάω 2
    aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > αντεπέρασεν

  • 9 ἀντεπέρασεν

    ἀντεπέρᾱσεν, ἀντί, ἐπί-ἐρέω
    love: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἀντί, ἐπί-ῥάζω
    snarl: aor ind act 3rd sg
    ἀντί-ἐπιρραίνω
    sprinkle upon: aor ind act 3rd sg (epic)
    ἀντεπέρᾱσεν, ἀντί-περάω 1
    drive right through: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἀντεπέρᾱσεν, ἀντί-περάω 1
    drive right through: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀντί-περάω 2
    aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀντεπέρασεν

  • 10 ενεπείρασεν

    ἐνεπείρᾱσεν, ἐν, ἐπί-εἰρέω
    say: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἐνεπείρᾱσεν, ἐν-πειράω
    attempt: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἐνεπείρᾱσεν, ἐν-πειράω
    attempt: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἐν-πειράζω
    make proof: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ενεπείρασεν

  • 11 ἐνεπείρασεν

    ἐνεπείρᾱσεν, ἐν, ἐπί-εἰρέω
    say: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἐνεπείρᾱσεν, ἐν-πειράω
    attempt: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἐνεπείρᾱσεν, ἐν-πειράω
    attempt: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἐν-πειράζω
    make proof: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἐνεπείρασεν

  • 12 εξέρασεν

    ἐξέρᾱσεν, ἐξεράω
    evacuate: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἐξέρᾱσεν, ἐξεράω
    evacuate: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἐξέρᾱσεν, ἐξερέω
    will speak: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἐκραίνω
    scatter out of: aor ind act 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > εξέρασεν

  • 13 ἐξέρασεν

    ἐξέρᾱσεν, ἐξεράω
    evacuate: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἐξέρᾱσεν, ἐξεράω
    evacuate: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἐξέρᾱσεν, ἐξερέω
    will speak: aor ind act 3rd sg (attic)
    ἐκραίνω
    scatter out of: aor ind act 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > ἐξέρασεν

  • 14 κατεπείρασεν

    κατεπείρᾱσεν, κατά, ἐπί-εἰρέω
    say: aor ind act 3rd sg (attic)
    κατεπείρᾱσεν, κατά-πειράω
    attempt: aor ind act 3rd sg (attic)
    κατεπείρᾱσεν, κατά-πειράω
    attempt: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    κατά-πειράζω
    make proof: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > κατεπείρασεν

  • 15 κατηγόρασεν

    καταγοράζω
    buy up: aor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
    κατηγόρᾱσεν, κατηγορέω
    speak against: aor ind act 3rd sg (attic)
    κατηγόρᾱσεν, κατηγορέω
    speak against: aor ind act 3rd sg (attic)
    κατηγόρᾱσεν, κατηγορέω
    speak against: aor ind act 3rd sg (attic)

    Morphologia Graeca > κατηγόρασεν

  • 16 άυσεν

    ἄ̱ῡσεν, αὔω 2
    cry out: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἄῡσεν, αὔω 2
    cry out: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > άυσεν

  • 17 ἄυσεν

    ἄ̱ῡσεν, αὔω 2
    cry out: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἄῡσεν, αὔω 2
    cry out: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἄυσεν

  • 18 έθυσεν

    ἔθῡσεν, θύω 1
    offer by burning: aor ind act 3rd sg
    ἔθῡσεν, θύω 2
    rage: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > έθυσεν

  • 19 ἔθυσεν

    ἔθῡσεν, θύω 1
    offer by burning: aor ind act 3rd sg
    ἔθῡσεν, θύω 2
    rage: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἔθυσεν

  • 20 έφυσεν

    ἔφῡσεν, ἐφύω
    rain upon: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἔφῡσεν, φύω
    bring forth: aor ind act 3rd sg
    φύζω
    aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > έφυσεν

См. также в других словарях:

  • Σεν - ε - Μαρν — (Seine et Marne). Νομός της Γαλλίας (έκτ. 5.915 τ. χλμ.). Πρωτεύουσα είναι η πόλη Μελίν. Το μεγαλύτερο μέρος του νομού αποτελείται από γόνιμα εδάφη στα οποία καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και ζαχαρότευτλα. Μεγάλη ανάπτυξη έχει η κτηνοτροφία και… …   Dictionary of Greek

  • Σεν Τσου — Κινέζος ζωγράφος, καλλιγράφος και ποιητής (Ουμεν, Σουτσόου 1427 1509). Υπήρξε ιδρυτής της σχολής του ζωγραφικού κινήματος που έμεινε γνωστό με το όνομα Ου, από το όνομα της ομώνυμης επαρχίας όπου γεννήθηκε. Υπέστη την επίδραση των δασκάλων «Ουέν… …   Dictionary of Greek

  • σεν — (I) το, Ν άκλ. νομισματική υποδιαίρεση διαφόρων χωρών τής Άπω Ανατολής. (II) το, Ν άκλ. μονάδα μήκους τής Ταϊλάνδης, ισοδύναμη με 40, 60 μέτρα …   Dictionary of Greek

  • Γκιγιόμ ντε Σεν Τιερί — (Guillaume de Saint Thierry, 1085 – 1148). Γάλλος Βενεδικτίνος μοναχός και θεολόγος, φλαμανδικής καταγωγής. Διετέλεσε εφημέριος του Σεν Τιερί, που βρισκόταν στην περιοχή της Ρενς. Συνδέθηκε με τον άγιο Βερνάρδο του Κλερβό και, υπό την επίδρασή… …   Dictionary of Greek

  • Ζοφρουά ή Ζοφρουά Σεν Ιλέρ, Ισιντόρ — (Geoffroy Isidore Geoffroy Saint Hilaire, 1805 – 1861). Γάλλος φυσιοδίφης, γιος του Ετιέν Ζοφρουά Σεν Ιλέρ (βλ. λ. παραπάνω). Αν και οπαδός των απόψεων του πατέρα του, έκανε ορισμένες υποχωρήσεις σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες μεταβλητότητας των… …   Dictionary of Greek

  • Λε Σεν, Ρενέ — (René Le Senne, Ελμπέφ σιρ Σεν 1882 – Νεϊγί, Παρίσι 1954). Γάλλος φιλόσοφος και ψυχολόγος. Υπήρξε μαθητής του Φρεντερίκ Ρο. Αρχικά ασχολήθηκε με τη βιολογία και την ψυχολογία, αλλά η εμπιστοσύνη του στις θετικές επιστήμες και στον διεθνιστικό… …   Dictionary of Greek

  • Ζοφρουά ή Ζοφρουά Σεν Ιλέρ, Ετιέν — (GeoffroyEtienne Geoffroy Saint Hilaire, 1772 – 1844). Γάλλος φυσιοδίφης και στοχαστής. Έγινε γνωστός για τις θεωρίες του σχετικά με την ενιαία οργανική σύνθεση των όντων. Κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο (1798 99) ήταν μέλος… …   Dictionary of Greek

  • Λα Σαπέλ-ο-Σεν, άνθρωπος της- — (γαλλ. L’ homme de La Chapelle aux Saints). Συμβατική ονομασία που δόθηκε σε ανθρώπινο σκελετό της παλαιολιθικής εποχής, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1908 σε μια μικρή σπηλιά, κοντά στο γαλλικό χωριό Λα Σαπέλ του νομού Κορέζ. Το συγκεκριμένο εύρημα,… …   Dictionary of Greek

  • Μπερναρντέν ντε Σεν Πιερ, Ανρί — (Henri Bernardin de Saint Pierre, Χάβρη 1737 – Ερανί σιρ Ουάζ 1814). Γάλλος συγγραφέας. Απογοητευμένος από την πολιτική, βρήκε στα ταξίδια του στα νησιά του Ινδικού ωκεανού και στην κεντρο ανατολική Ευρώπη την έμπνευση για λογοτεχνικά έργα –… …   Dictionary of Greek

  • Νεϊγί-σιρ-Σεν — (Neuilly sur Seine). Πόλη (59.600 κάτ. το 2003) της Γαλλίας. Αποτελεί δυτικό προάστιο του Παρισιού και σημαντικό βιομηχανικό κέντρο. Η πόλη είναι γνωστή από τη συνθήκη που υπογράφηκε στις 27 Νοεμβρίου 1919, από τους Συμμάχους και τη Βουλγαρία την …   Dictionary of Greek

  • Πιερ-Σεν-Μαρτέν — (Pierre Saint Martin). Καρστική άβυσσος στα Δυτικά Πυρηναία, στα σύνορα Γαλλίας και Ισπανίας. Έχει βάθος 1.340 μ. (ή κατ’ άλλους 1.771 μ.) και είναι η πιο βαθιά στον κόσμο. Σχηματίστηκε σε ασβεστολιθικά στρώματα. Αποτελείται από ένα κατακόρυφο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»