-
61 ενίδρυσεν
ἐνί̱δρῡσεν, ἐνιδρύωset in: aor ind act 3rd sgἐνίδρῡσεν, ἐνιδρύωset in: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
62 ἐνίδρυσεν
ἐνί̱δρῡσεν, ἐνιδρύωset in: aor ind act 3rd sgἐνίδρῡσεν, ἐνιδρύωset in: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
63 ενίσχυσεν
ἐνί̱σχῡσεν, ἐν-ἰσχύωto be strong: aor ind act 3rd sgἐνίσχῡσεν, ἐν-ἰσχύωto be strong: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
64 ἐνίσχυσεν
ἐνί̱σχῡσεν, ἐν-ἰσχύωto be strong: aor ind act 3rd sgἐνίσχῡσεν, ἐν-ἰσχύωto be strong: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
65 εξεπείρασεν
ἐξεπείρᾱσεν, ἐκπειράομαιmake trial of: aor ind act 3rd sg (attic)ἐξεπείρᾱσεν, ἐκπειράομαιmake trial of: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐκπειράζωtempt: aor ind act 3rd sg -
66 ἐξεπείρασεν
ἐξεπείρᾱσεν, ἐκπειράομαιmake trial of: aor ind act 3rd sg (attic)ἐξεπείρᾱσεν, ἐκπειράομαιmake trial of: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐκπειράζωtempt: aor ind act 3rd sg -
67 εξεπέρασεν
ἐξεπέρᾱσεν, ἐκπεράωgo out over: aor ind act 3rd sg (attic)ἐξεπέρᾱσεν, ἐκπεράωgo out over: aor ind act 3rd sg (doric aeolic) -
68 ἐξεπέρασεν
ἐξεπέρᾱσεν, ἐκπεράωgo out over: aor ind act 3rd sg (attic)ἐξεπέρᾱσεν, ἐκπεράωgo out over: aor ind act 3rd sg (doric aeolic) -
69 εξέθυσεν
ἐξέθῡσεν, ἐκ-θύω 1offer by burning: aor ind act 3rd sgἐξέθῡσεν, ἐκ-θύω 2rage: aor ind act 3rd sg -
70 ἐξέθυσεν
ἐξέθῡσεν, ἐκ-θύω 1offer by burning: aor ind act 3rd sgἐξέθῡσεν, ἐκ-θύω 2rage: aor ind act 3rd sg -
71 εξίσχυσεν
ἐξί̱σχῡσεν, ἐξισχύωhave strength enough: aor ind act 3rd sgἐξίσχῡσεν, ἐξισχύωhave strength enough: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
72 ἐξίσχυσεν
ἐξί̱σχῡσεν, ἐξισχύωhave strength enough: aor ind act 3rd sgἐξίσχῡσεν, ἐξισχύωhave strength enough: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
73 επεγήρασεν
ἐπί-γηράσκωgrow old: aor ind act 3rd sgἐπεγήρᾱσεν, ἐπί-γηράωgrow old: aor ind act 3rd sg (attic)ἐπεγήρᾱσεν, ἐπί-γηράωgrow old: aor ind act 3rd sg (doric aeolic) -
74 ἐπεγήρασεν
ἐπί-γηράσκωgrow old: aor ind act 3rd sgἐπεγήρᾱσεν, ἐπί-γηράωgrow old: aor ind act 3rd sg (attic)ἐπεγήρᾱσεν, ἐπί-γηράωgrow old: aor ind act 3rd sg (doric aeolic) -
75 επεμοίρασεν
ἐπεμοίρᾱσεν, ἐπί-μοιράωshare: aor ind act 3rd sg (attic)ἐπεμοίρᾱσεν, ἐπί-μοιράωshare: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐπί-μοιράζωaor ind act 3rd sg -
76 ἐπεμοίρασεν
ἐπεμοίρᾱσεν, ἐπί-μοιράωshare: aor ind act 3rd sg (attic)ἐπεμοίρᾱσεν, ἐπί-μοιράωshare: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐπί-μοιράζωaor ind act 3rd sg -
77 επεσκότασεν
ἐπεσκότᾱσεν, ἐπί, εἰσ-κοτάωaor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐπεσκότᾱσεν, ἐπί-σκοτάωtheir sight is darkened: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐπί-σκοτάζωgrow dark: aor ind act 3rd sg -
78 ἐπεσκότασεν
ἐπεσκότᾱσεν, ἐπί, εἰσ-κοτάωaor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐπεσκότᾱσεν, ἐπί-σκοτάωtheir sight is darkened: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐπί-σκοτάζωgrow dark: aor ind act 3rd sg -
79 επείρασεν
ἐπείρᾱσεν, πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (attic)ἐπείρᾱσεν, πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)πειράζωmake proof: aor ind act 3rd sg -
80 ἐπείρασεν
ἐπείρᾱσεν, πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (attic)ἐπείρᾱσεν, πειράωattempt: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)πειράζωmake proof: aor ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
Σεν - ε - Μαρν — (Seine et Marne). Νομός της Γαλλίας (έκτ. 5.915 τ. χλμ.). Πρωτεύουσα είναι η πόλη Μελίν. Το μεγαλύτερο μέρος του νομού αποτελείται από γόνιμα εδάφη στα οποία καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και ζαχαρότευτλα. Μεγάλη ανάπτυξη έχει η κτηνοτροφία και… … Dictionary of Greek
Σεν Τσου — Κινέζος ζωγράφος, καλλιγράφος και ποιητής (Ουμεν, Σουτσόου 1427 1509). Υπήρξε ιδρυτής της σχολής του ζωγραφικού κινήματος που έμεινε γνωστό με το όνομα Ου, από το όνομα της ομώνυμης επαρχίας όπου γεννήθηκε. Υπέστη την επίδραση των δασκάλων «Ουέν… … Dictionary of Greek
σεν — (I) το, Ν άκλ. νομισματική υποδιαίρεση διαφόρων χωρών τής Άπω Ανατολής. (II) το, Ν άκλ. μονάδα μήκους τής Ταϊλάνδης, ισοδύναμη με 40, 60 μέτρα … Dictionary of Greek
Γκιγιόμ ντε Σεν Τιερί — (Guillaume de Saint Thierry, 1085 – 1148). Γάλλος Βενεδικτίνος μοναχός και θεολόγος, φλαμανδικής καταγωγής. Διετέλεσε εφημέριος του Σεν Τιερί, που βρισκόταν στην περιοχή της Ρενς. Συνδέθηκε με τον άγιο Βερνάρδο του Κλερβό και, υπό την επίδρασή… … Dictionary of Greek
Ζοφρουά ή Ζοφρουά Σεν Ιλέρ, Ισιντόρ — (Geoffroy Isidore Geoffroy Saint Hilaire, 1805 – 1861). Γάλλος φυσιοδίφης, γιος του Ετιέν Ζοφρουά Σεν Ιλέρ (βλ. λ. παραπάνω). Αν και οπαδός των απόψεων του πατέρα του, έκανε ορισμένες υποχωρήσεις σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες μεταβλητότητας των… … Dictionary of Greek
Λε Σεν, Ρενέ — (René Le Senne, Ελμπέφ σιρ Σεν 1882 – Νεϊγί, Παρίσι 1954). Γάλλος φιλόσοφος και ψυχολόγος. Υπήρξε μαθητής του Φρεντερίκ Ρο. Αρχικά ασχολήθηκε με τη βιολογία και την ψυχολογία, αλλά η εμπιστοσύνη του στις θετικές επιστήμες και στον διεθνιστικό… … Dictionary of Greek
Ζοφρουά ή Ζοφρουά Σεν Ιλέρ, Ετιέν — (GeoffroyEtienne Geoffroy Saint Hilaire, 1772 – 1844). Γάλλος φυσιοδίφης και στοχαστής. Έγινε γνωστός για τις θεωρίες του σχετικά με την ενιαία οργανική σύνθεση των όντων. Κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο (1798 99) ήταν μέλος… … Dictionary of Greek
Λα Σαπέλ-ο-Σεν, άνθρωπος της- — (γαλλ. L’ homme de La Chapelle aux Saints). Συμβατική ονομασία που δόθηκε σε ανθρώπινο σκελετό της παλαιολιθικής εποχής, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1908 σε μια μικρή σπηλιά, κοντά στο γαλλικό χωριό Λα Σαπέλ του νομού Κορέζ. Το συγκεκριμένο εύρημα,… … Dictionary of Greek
Μπερναρντέν ντε Σεν Πιερ, Ανρί — (Henri Bernardin de Saint Pierre, Χάβρη 1737 – Ερανί σιρ Ουάζ 1814). Γάλλος συγγραφέας. Απογοητευμένος από την πολιτική, βρήκε στα ταξίδια του στα νησιά του Ινδικού ωκεανού και στην κεντρο ανατολική Ευρώπη την έμπνευση για λογοτεχνικά έργα –… … Dictionary of Greek
Νεϊγί-σιρ-Σεν — (Neuilly sur Seine). Πόλη (59.600 κάτ. το 2003) της Γαλλίας. Αποτελεί δυτικό προάστιο του Παρισιού και σημαντικό βιομηχανικό κέντρο. Η πόλη είναι γνωστή από τη συνθήκη που υπογράφηκε στις 27 Νοεμβρίου 1919, από τους Συμμάχους και τη Βουλγαρία την … Dictionary of Greek
Πιερ-Σεν-Μαρτέν — (Pierre Saint Martin). Καρστική άβυσσος στα Δυτικά Πυρηναία, στα σύνορα Γαλλίας και Ισπανίας. Έχει βάθος 1.340 μ. (ή κατ’ άλλους 1.771 μ.) και είναι η πιο βαθιά στον κόσμο. Σχηματίστηκε σε ασβεστολιθικά στρώματα. Αποτελείται από ένα κατακόρυφο… … Dictionary of Greek