Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σάνδυξ

См. также в других словарях:

  • σάνδυξ — a bright red colour fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδυξ — (I) υκος και σάνδιξ, ικος, ἡ, Α λαμπερό ερυθρό χρώμα 2. είδος αλοιφής, πιθ. μίγμα οξειδίου τού ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία διάδοση, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀρμένιον — σάνδυξ a bright red colour masc/fem acc sg σάνδυξ a bright red colour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδικα — σάνδυξ a bright red colour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδικος — σάνδυξ a bright red colour fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδιξ — σάνδυξ a bright red colour fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδυκα — σάνδυξ a bright red colour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδυκας — σάνδυξ a bright red colour fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδυκι — σάνδυξ a bright red colour fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδυκος — σάνδυξ a bright red colour fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδυξι — σάνδυξ a bright red colour fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»