Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σάλτσα

  • 1 соус

    α.
    σάλτσα•

    томатный соус σάλτσα με ντομάτα•

    луковый соус σάλτσα με κρεμμύδι.

    εκφρ.
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•
    под разными (всякими) -ами – με διάφορους τρόπους, ποικιλλοτρόπως.

    Большой русско-греческий словарь > соус

  • 2 маринад

    маринад м το μαρινάτο ( σάλτσα)
    * * *
    м
    το μαρινάτο (σάλτσα)

    Русско-греческий словарь > маринад

  • 3 приправа

    приправа ж το καρύκευμα· η σάλτσα (соус)
    * * *
    ж
    το καρύκευμα; η σάλτσα ( соус)

    Русско-греческий словарь > приправа

  • 4 соус

    соус м η σάλτσα
    * * *
    м
    η σάλτσα

    Русско-греческий словарь > соус

  • 5 подливка

    1. (жидкий цементный раствор) το ρευστοκονίαμα 2. (процесс) η πλήρωση με ρευστοκονίαμα ή αραιωμένο κονίαμα 3. (пищ) η σάλτσα (ξεν.) 4. (подливание) η (συμ)πλήρωση (με κάτι ρευστό ή υγρό).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подливка

  • 6 подлива

    ж = подливка
    η σάλτσα, το καρύκευμα φαγητού

    Русско-греческий словарь > подлива

  • 7 марииад

    марииа́д
    м
    1. (соус) σάλτσα γιά μαρι-νάρισμα:
    рыба в \марииаде ψάρι μαρινάτο·
    2. (продукт) τό μαρινᾶτο, ἡ μαρινατούρα.

    Русско-новогреческий словарь > марииад

  • 8 острота

    острот||а I ж
    1. (зрения, слуха и т. п.) ἡ ὀξύτητα [-ης]:
    \острота ума ἡ ἀγχίνοια τοῦ πνεύματος·
    2. (пряность):
    в со́усе мало \остротаы ἡ σάλτσα δέν εἶναι δυνατή· \острота запаха ἡ ἐνταση τής μυρωδιᾶς·
    3. (крайняя напряженность) ἡ ὀξύτητα [-ης], ἡ ἔνταση[-ις]:
    \острота положения ἡ ὁξύτητα (или ἡ ἔνταση) τής κατάστασης.
    острот||а II ж τό ἀστείο, ἡ εὐφυολογία, τό καλαμπούρι:
    дешевая \острота τό φτηνό ἀστείο· злая \острота ὁ σαρκασμός· удачная \острота τό πετυχημένο καλαμπούρι· неуместная \острота ἡ ἄτοπη εὐφυολογία· отпускать \остротаы εὐφυολογώ, κάνω πνεῦμα, κάνω καλαμπούρια.

    Русско-новогреческий словарь > острота

  • 9 подливка

    подливка
    ж ἡ σάλτσα, τό ἄρτυμα

    Русско-новогреческий словарь > подливка

  • 10 приправа

    приправа
    ж ἡ ἄρτυση [-ις], τό ἄρτυμα, τό καρύκευμα / ἡ σάλτσα (соус).

    Русско-новогреческий словарь > приправа

  • 11 соус

    соус
    м ἡ σάλτσα, -ник м ἡ σαλτσιέ-ρα.

    Русско-новогреческий словарь > соус

  • 12 соус

    [σόους] ουσ. α σάλτσα

    Русско-греческий новый словарь > соус

  • 13 соус

    [σόους] ουσ α σάλτσα

    Русско-эллинский словарь > соус

  • 14 залить

    -лью, -льешь, παρλθ. χρ. залил, -а, -о, προστκ. залей, μτχ. παρλθ. χρ. заливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залитый, βρ: залит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλημμυρίζω, κατακλύζω•

    река -ла низменные места το ποτάμι πλημμύρισε τα χαμηλότερα μέρη.

    || μτφ. γεμίζω•

    толпа -ла, пло-шадь το πλήθος πλημμύρισε την πλατεία.и διαχέομαι, ξαπλώνομαι, καλύπτω•

    бледность -ла! его лицо το πρόσωπο του χλώμιασε.

    || μτφ. δυ-αχέω, διασκορπίζω, πληρώ, γεμίζω•

    залить светом комнату χύνω άπλετο φως στο δωμάτιο.

    2. χύνω, λερώνω•

    залить скатерть вином χύνω κρασί στο χραπεζομάντηλο.

    3. σβήνω με νερό•

    залить пожар σβήνω την πυρκαγιά με νερό.

    4. ρίχνω•

    залить двор асфальтом σκεπάζω την.αυλή με άσφαλτο•

    фундамент бетоном χύνω μπετόν στο θέμελο•

    -смолой дно лодки αλείφω με πίσσα τον πυθμένα της βάρκας.

    || (απλ.) κλείνω, βουλώνω οπή με επίχυση.
    5. γεμίζω, πληρώ με•

    залить бак горючим γεμίζω το βαρέλι με καύσιμη ύλη.

    εκφρ.
    залить горе ή тоскуκ.τ.τ. πίνω για να πάνε τα φαρμάκια παρακάτω.
    1. πλημμυρίζω, κατακλύζομαι•

    луга -лась водой το λειβάδι το σκέπασε η πλημμύρα.

    2. λερώνομαι.• залить соусом λερώνομαι με σάλτσα.
    3. εισχωρώ, χύνυαι μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > залить

  • 15 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 16 подливка

    θ.
    1. επί χύση.
    2. σάλτσα φαγητού.
    3. ασβεστοκονίαμα.

    Большой русско-греческий словарь > подливка

  • 17 подлить

    подолью, подольшь, παρλθ. χρ. подлил, -ла, -лило κ. подлил, подлило, προστκ. подлей παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подлитый κ. подлитый, βρ: подлит κ. подлит, -а, подлито κ. подлито
    ρ.σ.μ. χύνω επιπρόσθετα, ακόμα λίγο•

    подлить соус ρίχνω ακόμα λίγο σάλτσα•

    подлить вина в стакан ρίχνω λίγο ακόμα κρασί στο ποτήρι.

    || χύνω, ρίχνω από τα κάτω•

    подлить воду под колесо ρίχνω νερό κάτω από τον τροχό.

    εκφρ.
    масло в огонь – ρίχνω λάδι στη φωτιά (επιδεινώνω (παροξύνω) την κατάσταση.
    χύνομαι, ρίχνομαι από κάτω.

    Большой русско-греческий словарь > подлить

  • 18 приврать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привранный, βρ: -вран, -а κ. -а, -о
    ρ.σ. ψευδολογώ, λέγω και δικά μου, βάζω και σάλτσα.

    Большой русско-греческий словарь > приврать

  • 19 приправа

    θ.
    1. καρύκευμα• άρτυμα μπαχαρικό. || σάλτσα.
    2. μτφ. γαρνιτούρα, διάνθισμα, στόλισμα του λόγου.

    Большой русско-греческий словарь > приправа

  • 20 приправить

    ρ.σ.μ.
    1. καρυκεύω, βάζω άρτυμα. || μτφ. βάζω σάλτσα, διανθίζω, κοσμώ το λόγο.
    2. (τυπγρ.) ρεγουλάρω.

    Большой русско-греческий словарь > приправить

См. также в других словарях:

  • σάλτσα — και σάρτσα, η, Ν 1. μίγμα θρεπτικών ουσιών υγρής ή ημίρρευστης σύστασης με αρτυματικά, τομάτα, μανιτάρια, λιπαρά συστατικά, κρασί και ενδεχομένως τυρί ή γάλα, με το οποίο περιχύνονται φαγητά ή προστίθεται σε αυτά κατά το μαγείρεμα για να γίνουν… …   Dictionary of Greek

  • σάλτσα — η (λ. ιταλ.), καρύκευμα φαγητού: Ετοίμασε τη σάλτσα για τα μακαρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • έμβαμμα — ἔμβαμμα, το (AM) σάλτσα με ζουμί από κρέας και καρυκεύματα μσν. φρ. «οἴνου ἔμβαμμα» κρασάτη σάλτσα …   Dictionary of Greek

  • κέτσαπ — το πολτοποιημένη πικάντικη σάλτσα ντομάτας με διάφορα καρυκεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ketchup < μαλαϊκό kĕchup (πικάντικη σάλτσα για το ψάρι)] …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • υπότριμμα — ίμματος, τὸ, Α [ὑποτρίβω] 1. συν. στον πληθ. τὰ ὑποτρίμματα έδεσμα, σάλτσα ή στόλισμα κυρίως για ψάρια, φτιαγμένο από διάφορα υλικά και καρυκεύματα τριμμένα και ανακατεμένα, με πικάντικη γεύση (α. «τοῑσι ἰχθύσι ἑφθοῑσι ἐν ὑποτρίμμασι», Ιπποκρ.) 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»