-
1 σάκτωρ
A packer, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν who fills the nether world with Persians, of death, A.Pers. 924 (unless Περσᾶν be taken with ἥβαν).
См. также в других словарях:
σάκτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φορτώνει ή γεμίζει κάτι («Ἅιδου σάκτορι Περσᾱν» αυτός που γεμίζει τον κάτω κόσμο με Πέρσες, δηλαδή ο θάνατος, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + επίθημα τωρ… … Dictionary of Greek