-
1 σάκελλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σάκελλος
-
2 σακέλλων
σάκελλοςpoultices: masc gen pl -
3 σάκελλοι
σάκελλοςpoultices: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
σάκελλος — ὁ, Α μικρός σάκος («σάκελλοι διὰ πιτύρων» μικρές θήκες γεμάτες με βρασμένα πίτυρα τις οποίες χρησιμοποιούσαν ως κατάπλασμα, Αέτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saccellus «μικρός σάκος»] … Dictionary of Greek
σακέλλων — σάκελλος poultices masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκελλοι — σάκελλος poultices masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)