-
1 ρύσατο
-
2 ῥύσατο
-
3 ῥύσατο
ῥῦσαι, ῥύσατο, ῥῦσθαι: see ῥύομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥύσατο
-
4 ῥῦομαι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥῦομαι
-
5 ῥῦσαι
ῥῦσαι, ῥύσατο, ῥῦσθαι: see ῥύομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥῦσαι
-
6 ῥῦσθαι
ῥῦσαι, ῥύσατο, ῥῦσθαι: see ῥύομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥῦσθαι
См. также в других словарях:
ῥύσατο — ῥύ̱σατο , ῥύομαι se sru aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)