-
1 ρωμαλέος
[ромалэос] ас. сильный, крепкий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρωμαλέος
-
2 могучий
-
3 сильный
си́льн||ыйприл δυνατός, ἰσχυρός/ ρωμαλέος (т/с. о человеке)/ ἐντονος, (πολυ)μεγάλος (о жаре, холоде, желании и т. п.) ἰσχυρός, σφοδρός (об ударе, атаке):\сильный насморк τό δυνατό συνάχι· \сильный человек ρωμαλέος (или δυνατός) ἀνθρωπος· \сильный запах а) τό δυνατό ἄρωμα (о приятном запахе), б) ἡ δυνατή μυρωδιά (о неприятном запахе)· \сильный яд τό ἰσχυρό δηλητήριο· \сильныйое влияние ἡ δυνατή ἐπιρροή· \сильныйая вражда ἡ μεγάλη ἔχθρα· \сильныйая страсть τό ἐντονο πάθος· \сильныйая боль ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) πόνος· \сильныйые мира сего οἱ ἰσχυροί τής γής. -
4 бодрый
бодр||ыйприл ζωηρός, σφριγηλός/ δροσερός, φρέσκος (свежий)/ ρωμαλέος, ἀκμαίος (сильный)/ θαλερός (о старике):\бодрый вид τό δροσερό πρόσωπο; \бодрыйое настроение ἡ ζωηρή διάθεση; \бодрый духом σθεναρός. -
5 возмужалый
возмужалыйприл ἀνδρωμένος / ρωμαλέος, εὐρωστος, δυνατός (окрепший). -
6 детина
дети́нам разг ὁ μεγαλόσωμος, ὁ ρωμαλέος, ὁ παίδαρος. -
7 дюжий
дюжийприл разг ἐΰρωστος, ρωμαλέος, δυνατός. -
8 могучий
могучийприл ἰσχυρός, δυνατός, κραταιός, ρωμαλέος/ ὀλκιμος, εὐρωστος (о здоровье). -
9 ядреный
ядреныйприл1. (о человеке) разг σφιχτοδεμένος, εὔρωστος, ρωμαλέος·2. перен (свежий, бодрящий) δροσερός, ζωογόνος/ δυνατός (крепкий). -
10 дюжий
επ., βρ: дюж, дюжа, дюже ρωμαλέος, εύρωστος, άλκιαος. -
11 здоровила
-ы α.(απλ.) άνθρωπος πολύ δυνατός, θεοδύναμος, ρωμαλέος, εύρωστος. -
12 здоровущий
επ. (απλ.)1. εύρωστος, ρωμαλέος.2. πελώριος, τεράστιος. -
13 здоровый
επ., βρ: -ров, -а, -о1. υγιής, γερός• ζωηρός•здоровый организм γερός οργανισμός•
-вид ζωηρή όψη•
в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).
|| μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•-ая политика σωστή πολιτική•
-ая критика σωστή κριτική•
-ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).
2. υγιεινός•здоровый ая пища υγιεινή τροφή•
здоровый воздух καθαρός αέρας.
3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.εκφρ.будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•по добру по –ву – ε το καλό•убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό. -
14 коренастый
επ., βρ: -наст, -а, -о.1. γερός, γεροδεμένος, σφιχτοδεμένος• ρωμαλέος.2. ριζωματιάρικος•коренастый дуб ριζωματιάρικη βαλανιδιά.
-
15 мужичина
-ы α. (απλ.) χωριάτης ρωμαλέος. -
16 окладистый
επ., βρ: -диет, -а, -оπαλ. γερός, ρωμαλέος, εύρωστος. || πλατύς. -
17 солидный
επ.-ден, -дна, -дно.1. στέρεος, γερός, ακλόνητος• πάγιος• σταθερός.2. σοβαρός, σπουδαίος• εμβριθής. || σημαντικός, σημαίνων.3. εύρωστος, ρωμαλέος• στιβαρός.4. μεσήλικος, μεσόκοπος•человек -ого возраста μεσόκοπος άντρας•
солидный возраст η μέση ηλικία.
5. σημαντικός, υπολογίσιμος• σεβαστός•-ая сумма денег σεβαστό ποσό χρημάτων.
См. также в других словарях:
ῥωμαλέος — strong of body masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωμαλέος — α, ο / ῥωμαλέος, α, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατός («ῥωμαλέος κατὰ χεῑρα», Πλούτ.) αρχ. 1. υγιής 2. ανδρείος, γενναίος 3. (για πράγματα,… … Dictionary of Greek
ρωμαλέος — α, ο γεμάτος δύναμη, εύρωστος: Μπροστά του είχε έναν πολύ ρωμαλέο άντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥωμαλεώτερον — ῥωμαλέος strong of body adverbial comp ῥωμαλέος strong of body masc acc comp sg ῥωμαλέος strong of body neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωμαλέα — ῥωμαλέος strong of body neut nom/voc/acc pl ῥωμαλέᾱ , ῥωμαλέος strong of body fem nom/voc/acc dual ῥωμαλέᾱ , ῥωμαλέος strong of body fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωμαλεωτέρων — ῥωμαλέος strong of body fem gen comp pl ῥωμαλέος strong of body masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωμαλεώτατα — ῥωμαλέος strong of body adverbial superl ῥωμαλέος strong of body neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωμαλεώτατον — ῥωμαλέος strong of body masc acc superl sg ῥωμαλέος strong of body neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωμαλέαι — ῥωμαλέος strong of body fem nom/voc pl ῥωμαλέᾱͅ , ῥωμαλέος strong of body fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωμαλέον — ῥωμαλέος strong of body masc acc sg ῥωμαλέος strong of body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωμαλέω — ῥωμαλέος strong of body masc/neut nom/voc/acc dual ῥωμαλέος strong of body masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)