-
1 ρυθμός
[ритмос] ουσ. а. ритм, мерность, размеренность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρυθμός
-
2 темп
темп м о ρυθμός, το τέμπο; быстрый \темп о γοργός ρυθμός· \темпы производства о ρυθμός της παραγωγής* * *мο ρυθμός, το τέμποбы́стрый темп — ο γοργός ρυθμός
темпы произво́дства — ο ρυθμός της παραγωγής
-
3 ордер
-а α.1. (πλθ. ордера) ένταλμα•на арест ένταλμα σύλληψης•
расходный кассовый ордер ένταλμα πληρωμής εξόδων.
2. (αρχτ.) ρυθμός•классические греческие -а οι κλασικοί ελληνικοί ρυθμοί•
дорический ордер δωρικός ρυθμός•
коринфский ордер κορινθιακός ρυθμός•
ионический ордер ιωνικός ρυθμός.
-
4 ритм
-а α.ρυθμός•ритм танца ρυθμός χορού•
ритм движений ρυθμός κινήσεων•
ритм работы ρυθμός εργασίας.
-
5 скорость
(характеристика движения материального тела) η ταχύτηταснижать - μειώνω την -, κόβω την -уменьшать - μειώνω/ελαττώνω την -- вращения антенны радиолокатора ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας του ραντάρдозвуковая - υποακουστική -, υποηχητική -- передвижения (напр. экскаватора) - πορείαςпутевая ав. - εδάφουςсинхронная - эл. σύγχρονη -- снижения вертикальная ав. о βαθμός καθόδουугловая - крена ав. γωνιακή - διατοιχισμούугловая - тангажа ав. γωνιακή - πρόνευσης, ο βαθμός πρόνευσηςэксплуатационная ав. - χρήσης/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скорость
-
6 ритм
ритм м о ρυθμός; нарушение \ритма сердца η αρρυθμία* * *мο ρυθμόςнаруше́ние ритма се́рдца — η αρρυθμία
-
7 такт
I такт I м (деликатность) η λεπτότητα, το τακτ II такт II м (ритм) о ρυθμός, о χρόνος; в \такт με ρυθμό* * *I м( деликатность) η λεπτότητα, το τακτII м( ритм) ο ρυθμός, ο χρόνος -
8 темп
темпм1. муз. ὁ ρυθμός, ὁ χρόνος, τό τέμπο·2. перен ὁ ρυθμός:рост \темпов производства ἡ ἄνοδος τοῦ ρυθμοῦ τής παραγωγής. -
9 пульс
-а α.1. σφυγμός•слабый пульс αδύνατος σφυγμός•
нормальный пульс κανονικός σφυγμός•
пощупать пульс πιάνω το σφυγμό.
2. μτφ. ρυθμός•пульс общественной жизни ο ρυθμός της κοινωνικής ζωής.
-
10 темп
-а α.το τέμπο, ο χρόνος, ο ρυθμός•темп быстрый темп γρήγορος ρυθμός•
-ы развития промышленности οι ρυθμοί ανάπτυξης της βιομηχανίας•
в -е γρήγορα.
-
11 готика
ο γοτθικός ρυθμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > готика
-
12 интенсивность
1. (сила, мощность) η ένταση- альфа-бета- или гамма-излучения - της ακτινοβολίας α(άλφα), β(βήτα) ή γ(γάμμα)2. (скорость, темп) о ρυθμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интенсивность
-
13 коринфский
арх. κορινθιακόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коринфский
-
14 ордер
1. арх. о ρυθμός, η τεχνοτροπίαтосканский - Το-σκανικός/Τυρρηνικός -2. (письменное предписание, распоряжение, документ на выдачу или получение чего-л.) το ένταλμα, η εντολήпогрузочный мор. - το αντίγραφο της φορτωτικήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ордер
-
15 ориентальный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ориентальный
-
16 погрузка
η φόρτωσ/ηскорость - и ταχύτητα/ρυθμός της - ης- навалом - χύδην/σε χύμα (στερεό φορτίο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузка
-
17 развитие
1. (усиление, укрепление, увеличение) η ανάπτυξ/ηэмбриональное - мед. εμβριακή -эмбриональное биол. - εμβριακή -2. (процесс перехода из одного состояния в другое, более совершенное) η εξέλιξη, η πρόοδος 3. (степень чего-л.) η εξέλιξη, το επίπεδοобщественное - κοινωνική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развитие
-
18 ритм
ο ρυθμόςсуточный жизненный - κιρκαδιανός (βιολογικός) -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ритм
-
19 стиль
I.(совокупность признаков, приёмов, манер) о ρυθμόςο τρόποςτο ύφος, η τεχνοτροπία, το στυλразговорный - лингв. η καθομιλούμενη γλώσσα, η δημοτική (γλώσσα)II.(способ летоисчисления) το σύστημα μέτρησης του χρόνουстарый - (юлианский календарь) το Ιουλιανό ημερολόγιο, το παλαιό ημερολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стиль
-
20 такт
1. (часть цикла, шаг, этап) о ρυθμός, το βήμα 2. (временной интервал, задаваемый хронирующим устройством или сигналами) о χρόνος 3. (ход поршня) (две) о χρόνος, η διαδρομή 4. (муз., лингв., литер.) о χρόνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > такт
См. также в других словарях:
ῥυθμός — any regular recurring motion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
ρυθμός — ο 1. εναλλαγή κινήσεων με ορισμένη τάξη: Κωπηλατούσαν με ρυθμό. 2. εναλλαγή φθόγγων και ήχων (στη μουσική και την ποίηση) με ορισμένη τάξη: Το ποίημα αυτό δεν έχει ρυθμό. 3. συμμετρία, αναλογία των μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο: Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… … Dictionary of Greek
σύνθετος ρυθμός — (ordo compositus). Αρχιτεκτονικός ρυθμός του 1ου αι. μ.Χ., που τον χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, και μάλιστα στον 16o αι. θιασώτες του ρυθμού αυτού ήταν οι Βινιόλα και Παλάντιο στην Ιταλία και ο Ντελόρμ στη Γαλλία. Ο σ … Dictionary of Greek
τοσκανικός ρυθμός — Ονομάζεται έτσι ο αρχαιότερος και πιο απλός από τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς των Ρωμαίων. Αποτελεί αρχαϊκή παραλλαγή του ελληνικού δωρικού ρυθμού, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έλλειψη τρίγλυφων ραβδώσεων στους κίονες πάνω στο… … Dictionary of Greek
βικτοριανός ρυθμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα στον χώρο της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και των επίπλων. Την ονομασία του αυτή οφείλει στην περίοδο (1835 85) κατά την οποία επικράτησε, περίοδος που συμπίπτει με το διάστημα της βασιλείας (1837 1901) της βασίλισσας… … Dictionary of Greek
κορινθιακός ρυθμός — Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο … Dictionary of Greek
μανουελινός, ρυθμός — Διακοσμητικός ρυθμός στην πορτογαλική αρχιτεκτονική της εποχής του βασιλιά Μανουέλ A’ (1495 1521). Την περίοδο εκείνη όταν η Πορτογαλία γνώρισε αξιόλογη καλλιτεχνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Το μ. στιλ διακρίνεται για τη φαντασία και τη … Dictionary of Greek
δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… … Dictionary of Greek
ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… … Dictionary of Greek