-
1 ροχαλίζω
[рохализо] р. храпеть, хрипеть.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ροχαλίζω
-
2 храпеть
-
3 захрапеть
захрапетьсое. ἀρχίζω νά ροχαλίζω. -
4 храпеть
храп||етьнесов ροχαλίζω (о человеке)/ φριμάζω, φρουμάζω, φρυάτ-τω (о лошади). -
5 захрапеть
[ζαχραπιέτ'] ρ. αρχίζω να ροχαλίζω -
6 храпеть
[χραπιέτ'] ρ. ροχαλίζω -
7 храпеть
[χραπιέτ'] ρ. ροχαλίζω -
8 захрапеть
[ζαχραπιέτ'] ρ αρχίζω να ροχαλίζω -
9 храпеть
[χραπιέτ'] ρ ροχαλίζω -
10 храпеть
[χραπιέτ'] ρ ροχαλίζω -
11 всхрапнуть
-ну, -нёшь, ρ.σ.1. βλ. всхрапывать (2 σημ.).2. (απλ.) κοιμούμαι, αποκοιμούμαι, τον κλεφτώ, τον παίρνω λίγο, ένα τροπάρι, ροχαλίζω λίγο. -
12 всхрапывать
ρ.δ.1. ροχαλίζω.2. (για ζώα) ρεγχάζω, ρέγχω. -
13 завёртка
-и θ.1. περιτύλιξη, -γμα•бумага для -и χαρτί περιτυλίγματος.
2. δέμα περιτυλιγμένο.3. μάνταλο, συρτής.εκφρ.храпеть во все носовые -и – ροχαλίζω (ρεγχάζω) δυνατά. -
14 захрапеть
-шло, -пишьρ.σ.αρχίζω να ροχαλίζω. -
15 захрипеть
-шло, -пишьρ.σ. αρχίζω να ροχαλίζω ή να βραχνιάζω. -
16 подхрапывать
ρ.δ. ροχαλίζω, ρεγχάζω ελαφρά. -
17 храпануть
-ну, -ншьρ.σ. (απλ.)• ροχαλίζω• κοιμούμαι. -
18 храпеть
-плю, -пишь ρ.δ.1. ροχαλίζω. || ρωθωνίζω (για ζώα).2. κοιμάμαι. -
19 храповицкий
επ. задать -ого (απλ.)• αποκοιμιέμαι γερά, ροχαλίζω.
См. также в других словарях:
ροχαλίζω — ροχαλίζω, ροχάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ροχαλίζω — και παράγωγα, βλ. ρουχαλίζω κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροχαλίζω — ῥογχαλίζω, ΝΑ, και ρουχαλίζω Ν αναπνέω θορυβωδώς κατά τη διάρκεια τού ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥογχαλίζω είναι εκφραστικό παράγωγο τού ρ. ρέγχω* σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. ρογχάζω) με ένθημα αλ (πρβλ. κογχ αλ ίζω) και… … Dictionary of Greek
ρέγχω — ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῡ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
παραρρέγχω — Α ροχαλίζω δίπλα σε κάποιον ή συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥέγχω «ροχαλίζω»] … Dictionary of Greek
υπορέγχω — Α ροχαλίζω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥέγχω «ροχαλίζω»] … Dictionary of Greek
απορέγχω — ἀπορέγχω (Α) ροχαλίζω δυνατά … Dictionary of Greek
εκφυσώ — ( άω) (AM ἐκφυσῶ) φυσώ προς τα έξω, ξεφυσώ, αποπνέω μσν. 1. (για άνεμο) φυσώ 2. αναδίδω αρχ. 1. (κυρίως για ποταμούς) εκχέω, χύνομαι, εκδηλώνω το μένος μου («ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος») 2. διεγείρω 3. διασκορπίζω, διώχνω μακριά με φύσημα 4.… … Dictionary of Greek
κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… … Dictionary of Greek
μουρμουρητό — το μουρμούρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουρμουρίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. ροχαλίζω: ροχαλ ητό)] … Dictionary of Greek
περιρρογχάζω — Α περιπαίζω, περιγελώ, εμπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥογχάζω «ροχαλίζω, βγάζω ρόγχο»] … Dictionary of Greek