Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ρουμανικός

См. также в других словарях:

  • ρουμανικός, -ή, -ό — και ρουμάνικος η ο αυτός που ανήκει στη Ρουμανία ή προέρχεται απ αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρουμανικός — ή, ό και ρουμάνικος, η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρουμανία ή στους Ρουμάνους («ρουμανική ιστορία») 2. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η Ρουμανική και τα Ρουμανικά η γλώσσα τών Ρουμάνων. επίρρ... ρουμανικά και ρουμάνικα και …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • ρουμανιστί — Ν επίρρ. (λόγιος τ.) βλ. ρουμανικός …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμανία — (Romagna). Ονομασία του Βυζαντινού κράτους κατά τον μεσαίωνα (από το 476 μ.Χ.). Ρ. λεγόταν και περιοχή της Ιταλίας που αποτελούσε άλλοτε τμήμα του παπικού κράτους. Λεγόταν επίσης και το ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου την εποχή των Βενετών.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»