-
1 режиссёр
См. также в других словарях:
ρεζισέρ — ο, Ν 1. διευθυντής σκηνής 2. σκηνοθέτης ή καλλιτεχνικός διευθυντής θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. regisseur «σκηνοθέτης» (< λατ. rego «διευθύνω»)] … Dictionary of Greek
1 режиссёр
ρεζισέρ — ο, Ν 1. διευθυντής σκηνής 2. σκηνοθέτης ή καλλιτεχνικός διευθυντής θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. regisseur «σκηνοθέτης» (< λατ. rego «διευθύνω»)] … Dictionary of Greek