Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ρεΰμα

  • 21 ενάντια

    επίρρ. против; вопреки; наперекор;

    ενάντια στον άνεμο — против ветра;

    ενάντια στο ρεύμα — против течения;

    όλο ενάντια μου πάει — он всегда против меня

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενάντια

  • 22 επαγωγή

    η филос., физ. индукция;

    ρεύμα εξ επαγωγής — индукционный ток;

    § επαγωγή όρκου — приведение к присяге;

    επαγωγή της κληρονομιάς — передача наследства умершего или вызов для принятия наследства

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επαγωγή

  • 23 επαγωγικός

    η, ό[ν] индукционный, индуктивный;

    επαγωγική μέ- θοδος — индуктивный метод;

    επαγωγικό ρεύμα — индукционный ток;

    επαγωγικόν πηνίον — индукционная катушка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επαγωγικός

  • 24 ηλεκτρικός

    η, ό[ν] 1. электрический;

    ηλεκτρικό ρεύμα — электрический ток;

    ηλεκτρική τάση — напряжение тока, электронапряжёние;

    ηλεκτρικό στοιχείο — или ηλεκτρικ συσσωρευτής — электрическая батарея;

    ηλεκτρικός σταθμός — или ηλεκτρικό εργοστάσιο — электростанция;

    ηλεκτρική (μ)πρίζα — штепсель, розетка;

    2. (ο) метро (в Афинах)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ηλεκτρικός

  • 25 κόλπιος

    ία, ον относящийся к заливу;

    κόλπιον ρεύμα — Гольфстрим

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κόλπιος

  • 26 παροχετεύω

    μετ отводить (воду и т. п.);

    παροχετεύω ηλεκτρικό ρεύμα — подключать к электросети

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παροχετεύω

  • 27 πολυφασικός

    η, ό[ν] тех многофазный;

    πολυφασικό ρεύμα — многофазный ток

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πολυφασικός

  • 28 ρέμα

    τό
    1) ре(ч)ка, поток; 2) см. ρεύμα;

    § τον πήρε το ρέμα — а) он разорён; — б) он опустился

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ρέμα

  • 29 συνεχής

    ης, ες
    1) непрерывный; беспрерывный; постоянный; продолжительный;

    συνεχες κλάσμα мат. — непрерывная дробь;

    συνεχές ρεύμα — эл. постоянный ток;

    2) последовательный (о порядке);
    3) см. συνεχόμενος

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συνεχής

  • 30 υψηλός

    η, όν
    1) в разн. знач высокий;

    υψηλού αναστήματος — высокого роста;

    υψηλή πίεση — высокое давление;

    υψηλή θερμοκρασία — жара;

    υψηλός πυρετός — высокая температура (у больного);

    υψηλές τιμές — высокие цены;

    υψηλά ιδανικά — высокие, возвышенные идеалы;

    υψηλός ξένος — высокий гость;

    υψηλ τίτλος — высокое звание;

    υψηλή θέση — высокое положение (кого-л.);

    τα υψηλά συμβαλόμενα μέρη дип — высокие договаривающиеся стороны;

    κατέχω υψηλό αξίωμα — занимать высокий пост;

    ρεΰμα υψηλής τάσεως — ток высокого напряжения;

    με υψηλά όρη — высокогорный;

    2) геогр. высокий, возвышенный, высокогорный;

    § αφ' υψηλου — свысока, сверху вниз;

    κυττάζω κάποιον αφ' υψηλου — смотреть на кого-л. свысока;

    καθ' υψηλήν επιταγήν — по распоряжению сверху

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υψηλός

  • 31 ბალღამი

    φλέγμα, ოთხნი ბალღამნი მოიხსენებიან ი. დამასკელის წიგნსა შინა და არიან აგებულებასა შინა კაცისასა და სხუათა ცხოველთასა იგივე, რაჲცა ხილულსა სოფელსა შინა ოთხნი ნივთნი: მიწა, წყალი, ჰაერი და ცეცხლი, რომელთაგან შენივთებულ არს გუამიცა კაცისა და არა იქმნების ესრეთ თანასწორ შეზავება მათი, რათა ერთი რომელიმე არა სჭარბობდეს მეორეთა და ესრეთ, ვისცა სჭარბობს მიწა, მას ეწოდება მიწის კერძი, ანუ მელანხოლიკოსი (μελάνος - შავი და χόλη - ნაღველი) თჳსება მისი არს მძიმე, დაფიქრებული, ანუ სევდიანი, ვისცა სჭარბობს წყალი, მას ეწოდება ფლეგმატიკოსი (φλεγματικός) და აქუს თჳსება გულგრილისა, ვისცა სჭარბობს ჰაერი, მას ეწოდება ხოლერიკოსი (χολεριικός), აქუს თჳსება ქარიანი და მხიარული, ვისცა სჭარბობს სისხლი, მას ეწოდება ცეცხლის კერძი ან სანგჳნიკოსი (Sanguinicus, ხოლო Sanguis სისხლი), თჳსება მისი არს მრისხანება ანუ გულფიცხელობა. ხარისხნი სიჭარბისა მათისანი არიან სხვადასხუა, რომელ ვიეთთა შორის იქმნებიან ფრიად გარდამეტებით და სხუათა შორის მცირედ და ძვილ შესამეცნებელ. ოთხნი ესე არიან სახენი საზოგადოდ, ეწოდება მათ ლათინურად ტემპერამენტი, темперамент, Temperamentum და ბალღამი (φλέγμα, არაბულად ნაზლა), ხმარებულ არს ნათესავის წილ. ოთხნი ბალღამნის მაგიერ ჯერ არს თქმად ოთხნი ტემპერამენტნი: მელანხოლია, ჶლეგმატიკა, ხოლერიკა და სანგვინიკა. ხოლო შინაგანისა აგებულებისა დაწყობილება არს ესრეთ; მიწის საცავი არს ელენთა, წყლისა - ნაღველი, ჰაერისა - ფილტჳ და სისხლისა - გული და ღვიძლი. ესენი საბას აღუწერია ლექსსა თანა რევმა, ρεΰμα, ток, поток, fluxus.

    Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > ბალღამი

См. также в других словарях:

  • ῥεῦμα — that which flows neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… …   Dictionary of Greek

  • ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… …   Dictionary of Greek

  • ρεύμα — το βλ. ρέμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτυλιοειδές ρεύμα — Ηλεκτρικό ρεύμα που ρέει προς τα δυτικά γύρω από τη Γη. Το ρεύμα αυτό οφείλεται σε μια ροή ηλεκτρονίων προς τα ανατολικά και μια ροή πρωτονίων προς τα δυτικά που έχουν παγιδευτεί στις ζώνες ακτινοβολίας Βαν Άλεν. Εξαιτίας της ροής αυτής του… …   Dictionary of Greek

  • εναλλασσόμενο ρεύμα — Χρονικά μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που, στη διάρκεια μίας περιόδου, διαρρέει το κύκλωμα πότε κατά τη μία φορά και πότε κατά την αντίθετη, με μια συχνότητα ν ανεξάρτητη από τις σταθερές του κυκλώματος. Στην πιο απλή της μορφή η στιγμιαία τιμή… …   Dictionary of Greek

  • τριφασικό ρεύμα — Το ρεύμα που παράγεται από τριφασική τάση. Για να κατανοήσουμε την παραγωγή τριφασικής τάσης χρησιμοποιούμε την εξής διάταξη: Παίρνουμε 3 πηνία και τα τοποθετούμε έτσι ώστε οι 3 άξονές τους να σχηματίζουν ανά 2 (γειτονικοί) γωνία 120°. Αν στον… …   Dictionary of Greek

  • Μέγα Ρεύμα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.160 μ., 22 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεβρόπολης Αγράφων …   Dictionary of Greek

  • αγνοητές — Ρεύμα μονοφυσιτών του 4ου αι. Ονομάζονταν και θεμιστιανοί,από κάποιον Θεμίστιο, διάκονο. Υποστήριζαν ότι o Χριστός δεν είναι παντογνώστης και ότι αποκτά, με την πάροδο του χρόνου, νέες γνώσεις. Η διδασκαλία αυτή καταδικάστηκε πολλές φορές από την …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»