-
1 επαγωγη
ἥ1) привоз, доставка(τῶν ἐπιτηδείων Thuc.)
2) (sc. τῆς τροφῆς) поглощение пищи(ἀναπνοέ καὴ ἐ. Arst.)
3) приведение4) привлечение (на свою сторону, на помощь)(τῶν Ἀθηναίων Thuc.)
αἱ ἐπαγωγαί (sc. ξυμμαχίας) Thuc. — способы привлечения к себе союзников5) наступление, нападение(αἱ ἐπὴ τοὺς ἐναντίους ἐπαγωγαί Polyb.)
6) заманивание (в ловушку), западня(τοῖς ἐχθροῖς Luc.)
7) вызывание подземных божеств, заклинание(ἐπαγωγαὴ ἢ ἐπῳδαί Plat.)
8) лог. (умо)заключение от частного к общему, индукция(ἥ ἐ. ἥ ἀπὸ τῶν καθ΄ ἕκαστα ἐπὴ τὰ καθόλου ἔφοδός, sc. ἐστιν Arst.)
-
2 επαγωγή
η филос., физ. индукция;ρεύμα εξ επαγωγής — индукционный ток;
§ επαγωγή όρκου — приведение к присяге;
-
3 αποδειξις
ион. ἀπόδεξις - εως ἥ1) показывание(τῶν ὑπὸ γαίας Eur.)
2) изложение, повествование, рассказ(ἱστορίης Her.; τῆς ἀρχῆς τῆς τῶν Ἀθηναίων Thuc.; περί τινος и περί τι Plat.)
3) доказательство, довод(ἀπόδειξιν ποιεῖν и ποιεῖσθαι Lys., Arst., λέγειν Plat., φέρειν Polyb. и διδόναι Plut.)
ἀ. εἰς τὸ ἀδύνατον и διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. — доказательство от противного4) дедуктивное (силлогистическое) доказательство5) исполнение, свершение(μεγάλων ἔργων Her.; μεγάλης ἀρετῆς Plut.)
-
4 υπαγωγη
ἥ1) отход, отступление(διώξεις τε καὴ ὑπαγωγαί Thuc.)
2) подведение вперед, продвижение(τοῦ κυνηγεσίου Xen.)
3) хитрость, обман(Dem. - v. l. ἐπαγωγή)
4) приседание Arst. -
5 μερικό(ν)
το частное, единичное;η επαγωγή από το μερικό(ν) εις το γενικό — переход от частного к общему
-
6 μερικό(ν)
το частное, единичное;η επαγωγή από το μερικό(ν) εις το γενικό — переход от частного к общему
См. также в других словарях:
Επαγωγή — (epagoge) (греч.) приведение. Индукция. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐπαγωγή — bringing on fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
επαγωγή — η 1. (λογ.), συναγωγή γενικού συμπεράσματος από πολλές μερικές κρίσεις. 2. στη ρητορική σχήμα με επισώρευση πολλών όμοιων παραδειγμάτων για να καταδειχτεί η ορθότητα μιας σκέψης. 3. (φυσ.), η διέγερση ηλεκτρικής τάσης ή η ανάπτυξη μαγνητικού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαγωγῇ — ἐπαγωγῆι , ἐπαγωγεύς coat of clay masc dat sg (epic ionic) ἐπαγωγή bringing on fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγῆ — ἐπαγωγεύς coat of clay masc nom/voc/acc dual ἐπαγωγεύς coat of clay masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβαία επαγωγή — Στη φυσική, α.ε. ονομάζεται μια ειδική περίπτωση της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής κατά την οποία παράγεται ΗΕΔ (ηλεκτρεγερτική δύναμη) σε ένα κύκλωμα, εξαιτίας των μεταβολών της έντασης του ρεύματος ενός γειτονικού κυκλώματος. Αν ένα πηνίο α… … Dictionary of Greek
ηλεκτροστατική επαγωγή — Η εμφάνιση ηλεκτρικού φορτίου σε έναν αγωγό, με βάση τη δυνατότητα κίνησης των ελεύθερων ηλεκτρονίων, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου. Αν ένας αφόρτιστος αγωγός τοποθετηθεί κοντά σε ένα θετικά φορτισμένο σώμα, το τμήμα του αγωγού που… … Dictionary of Greek
ЭПАГОГЭ — • Έπαγωγή, называлось 1. магическое заговаривание, которым заклинали особенно подземных богов об оказании помощи людям, или злых духов, чтобы они напугали другого человека, часто в соединении с επωδή; 2. в логике и… … Реальный словарь классических древностей
ἐπαγωγαῖς — ἐπαγωγή bringing on fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγαί — ἐπαγωγή bringing on fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)