-
1 ραδιοφωνικός
η, ό[ν] радиовещательный;ραδιοφωνικός σταθμός — радиостанция;
ραδιοφωνική ομιλία — выступление по радио
-
2 ραδιοφωνικός
[радиофоникос]εκ. относящийся к радио,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ραδιοφωνικός
-
3 ραδιοφωνικός
[радиофоникос] επ относящийся к радио. -
4 радиоузел
радио||у́зелм ὁ ραδιοφωνικός ὑποσταθμός, ὁ ραδιοφωνικός κόμπος. -
5 радиовещательный
επ.ραδιοφωνικός•-ая станция ραδιοφωνικός σταθμός.
-
6 радиоаппаратура
οι ραδιοφωνικές συσκευές, ο ραδιοφωνικός εξοπλισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоаппаратура
-
7 радиовещание
η ραδιοφωνία, η ραδιο-μετάδοσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиовещание
-
8 радиостанция
ο ραδιοφωνικός σταθμόςбортовая ав. - του αεροσκάφουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиостанция
-
9 станция
ο σταθμόςатомная - ατομικός -, πυρηνικός -бензозаправочная - ανεφοδιασμού με βενζίνη, το πρατήριο βενζίνηςводоочистная - καθαρισμού/επεξεργασίας νερούгидроакустическая - υδροακουστικός -, το υδρόφωνοкомпрессорная - συμπίεσης/κο-μπρεσέρконечная - τελικός -, το τέρμαпассажирская - επι-βατηγός/επιβατικός -приёмная рад. - ραδιολήψηςсортировочная ж.-д. - διαλογήςшумопеленгаторная - ηχοεντοπιστικός -, η ηχοεντοπιστική συσκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станция
-
10 радиовещание
радиовещание с η ραδιοφωνία \радиовещание грамма ж το ραδιοτηλεγράφημα \радиовещаниелюбитель м о ερασιτέχνης ασυρματιστής \радиовещание передача ж η ραδιοεκπομπή \радиовещание приёмник м το ραδιόφωνο \радиовещаниеслушатель м о ακροατής ραδιοφώνου \радиовещание станция ж о ραδιοφωνικός σταθμός* * *сη ραδιοφωνία -
11 радиостанция
жο ραδιοφωνικός σταθμός -
12 радиокомментатор
радио||комментаторм ὁ ραδιοσχο-λιαστής, ὁ ραδιοφωνικός σχολιαστής. -
13 радиостанция
радио||станцияж ὁ ραδιοφωνικός σταθμός/ ὁ σταθμός ἀσυρμάτου (на корабле, поезде). -
14 широковещательный
широковещательн||ыйприл1. радио:\широковещательныйая станция ὁ ραδιοφωνικός σταθμός, ὁ ραδιοπομπός·2. перен πομπώδης, ἐντυπωσιακός:\широковещательныйая реклама ἡ ἐντυπωσιακή ρεκλάμα, ἡ θορυβώδης ρεκλάμα. -
15 σταθμός
ο1) станция; пункт; пост; участок; база (туристическая и т. п,);σιδηροδρομικός σταθμός — железнодорожная станция;
ηλεκτρικός σταθμός — электростанция;
ραδιοφωνικός σταθμός — радиостанция;
μετεωρολογικός σταθμ — метеостанция, метеорологическая станция;
τροχιακός σταθμός — орбитальная станция;
σταθμός πρώτων βοηθειών — пункт неотложной медицинской помощи;
σταθμός διοικήσεως — воен, командный пункт;
σταθμός χωροφυλακής — жандармский участок;
σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας — пост регулирования движения;
2) начало (периода), исходный пункт; веха; переломный момент;σημαντικός σταθμός στην ιστορία — важная веха в истории;
αποτελώ σταθμό — становиться рубежом, переломным моментом (о событиях и т. п.);
3) остановка; стоянка;κάνω σταθμό — останавливаться, делать остановку;
4) воен, этап;§ βρεφικός σταθμός — детские ясли
-
16 радиостанция
[ραντιαστάντσυγια] ουσ. θ. ραδιοφωνικός σταθμός -
17 радиостанция
[ραντιαστάντσυγια] ουσ θ ραδιοφωνικός σταθμός -
18 радиоприёмный
επ.του ασυρμάτου, ραδιοφωνικός. -
19 радиостанция
-и θ.ραδιοσταθμός, ραδιοφωνικός σταθμός. -
20 радиоузел
-зла α. ραδιοφωνικός κόμβος (κέντρο).
См. также в других словарях:
ραδιοφωνικός — ή, ό, Ν [ραδιοφωνία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοφωνία («ραδιοφωνικός σταθμός» σύνολο εγκαταστάσεων που εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητικά κύματα για τη πραγματοποίηση εκπομπών) 2. αυτός που μεταβιβάζεται από ραδιοφωνικό σταθμό και… … Dictionary of Greek
ραδιοφωνικός — ή, ό αυτός που έχει να κάνει με τη ραδιοφωνία: Στη χώρα μας ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός λειτούργησεστη Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Radio Athènes — Voix de la Grèce La Voix de la Grèce (en grec : Η Φωνή της Ελλάδας), connue aussi sous le nom de ERA 5 est le service international de la radio d État grecque, diffusée sur ondes courtes et par satellite. La première radio d État grecque,… … Wikipédia en Français
Voice of Greece — Voix de la Grèce La Voix de la Grèce (en grec : Η Φωνή της Ελλάδας), connue aussi sous le nom de ERA 5 est le service international de la radio d État grecque, diffusée sur ondes courtes et par satellite. La première radio d État grecque,… … Wikipédia en Français
Voix de la Grece — Voix de la Grèce La Voix de la Grèce (en grec : Η Φωνή της Ελλάδας), connue aussi sous le nom de ERA 5 est le service international de la radio d État grecque, diffusée sur ondes courtes et par satellite. La première radio d État grecque,… … Wikipédia en Français
Voix de la Grèce — La Voix de la Grèce (en grec : Η Φωνή της Ελλάδας), connue aussi sous le nom de ERA 5 est le service international de la radio d État grecque, diffusée sur ondes courtes et par satellite. La première radio d État grecque, Radio Athènes… … Wikipédia en Français
Voix de la grèce — La Voix de la Grèce (en grec : Η Φωνή της Ελλάδας), connue aussi sous le nom de ERA 5 est le service international de la radio d État grecque, diffusée sur ondes courtes et par satellite. La première radio d État grecque, Radio Athènes… … Wikipédia en Français
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
δέκτης — I (Ανατ.). Νευρικό κύτταρο που αντιδρά σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, παράγοντας νευρικά ερεθίσματα. Δ. αποκαλείται και μία περιοχή στην επιφάνεια ενός κυττάρου, στην οποία πρέπει να συνδεθεί μία χημική ουσία του σώματος για να εκδηλωθεί το ειδικό … Dictionary of Greek
ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… … Dictionary of Greek
καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… … Dictionary of Greek