-
1 ρίζωμα
-
2 ῥίζωμα
-
3 ῥίζωμα
ῥίζωμα, τό, 1) das Eingewurzelte, Theophr. – 2) = ῥίζα, Wurzel, Stamm, Geschlecht; σπαρτῶν δ' ἀπ' ἀνδρῶν ῥίζωμ' ἀνεῖται, Aesch. Spt. 395; ῥιζώματα πάντων τέσσαρα, Empedocl. 26, die vier Elemente, wie ein anderer Dichter bei Plut. de plac.
-
4 ριζωμα
- ατος τό1) корень, основа, стихия2) племя, род, отпрыскσπαρτῶν ἀπ΄ ἀνδρῶν ῥ. Aesch. — отпрыск посеянных мужей (см. Σπαρτός), т.е. фиванец
-
5 ῥίζωμα
ῥίζωμα, τό, (1) das Eingewurzelte; (2) Wurzel, Stamm, Geschlecht; ῥιζώματα πάντων τέσσαρα, die vier Elemente -
6 ρίζωμα
τό1) укоренение, пускание корней; 2) собир, корневая система, корни растения; 3) корневище -
7 ῥίζωμα
-ατος τό N 3 0-0-0-2-0=2 Ps 51(52),7; Jb 36,30root, stem Ps 51(52),7τὰ ῥιζώματα τῆς θαλάσσης the bottom of the sea Jb 36,30 -
8 ρίζωμα
[ризома] ουσ ο пускание корней, укоренение. -
9 ῥίζωμα
2 stem, race, A.Th. 413; θείων δ' ἀπ' ἀμφοῖν ἔκγονον ῥιζωμάτων, i.e. on the side of both parents, Theodect.3. -
10 καταῤ-ῥίζωμα
καταῤ-ῥίζωμα, τό, das Eingewurzelte, Sp.
-
11 ριζώματ'
ῥιζώματα, ῥίζωμαthe mass of roots: neut nom /voc /acc plῥιζώματι, ῥίζωμαthe mass of roots: neut dat sgῥιζώματε, ῥίζωμαthe mass of roots: neut nom /voc /acc dual -
12 ῥιζώματ'
ῥιζώματα, ῥίζωμαthe mass of roots: neut nom /voc /acc plῥιζώματι, ῥίζωμαthe mass of roots: neut dat sgῥιζώματε, ῥίζωμαthe mass of roots: neut nom /voc /acc dual -
13 ρίζωμ'
-
14 ῥίζωμ'
-
15 τετρακτύς
τετρακτύς, ύος, ἡ, die Zahl 4, bes. bei den Pythagoreern, bei denen sie Wurzel u. Quelle aller Dinge hieß, ῥίζωμα, παγὰ ἀενάου φύσεως, Pyth. carm. aur. 48; Luc. Philopatr. 12.
-
16 ριζικό
τό1) судьба, участь; 2) род, происхождение; 3) πλ. см. ρίζωμα 2; 4) мат. показатель корня -
17 ριζωμάτων
-
18 ῥιζωμάτων
-
19 ριζώμασι
-
20 ῥιζώμασι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥίζωμα — the mass of roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίζωμα — το / ῥίζωμα, ΝΜΑ το σύνολο τών ριζών δέντρου ή θάμνου νεοελλ. μσν. το να ριζώνει, να στερεώνεται κάτι με ρίζες στη γή, το ριζοβόλημα νεοελλ. βοτ. τύπος μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο οποίος αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του… … Dictionary of Greek
Ρίζωμα — Sp Rizoma Ap Ρίζωμα/Rizoma L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ρίζωμα — το, ατος και ρίζωση, η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριζώνω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεδοαρίας ρίζωμα — το ρίζωμα φυτών με γκρίζο χρώμα και οσμή καμφοράς, που χρησιμεύει στη φαρμακευτική … Dictionary of Greek
ῥίζωμ' — ῥίζωμα , ῥίζωμα the mass of roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζωμάτων — ῥίζωμα the mass of roots neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζώμασι — ῥίζωμα the mass of roots neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζώματα — ῥίζωμα the mass of roots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζώματι — ῥίζωμα the mass of roots neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζώματος — ῥίζωμα the mass of roots neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)