Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πῶς+γάρ

  • 141 πόθεν

    πόθεν, [dialect] Ion. [full] κόθεν:
    I interrog. Adv. whence?
    1 of Place,

    εἰρώτα.., τίς εἴη καὶ π. ἔλθοι Od.15.423

    ;

    ποδαπὸς ὁ ξένος; π.; A.Ch. 657

    ;

    ποῖ δὴ καὶ π.; Pl.Phdr. 227a

    : c. gen.,

    τίς π. εἰς ἀνδρῶν; Il.21.150

    , Od.1.170, al.;

    κ. τῆς Φρυγίης ἥκων; Hdt.1.35

    ;

    π. γῆς ἦλθες; E. Ion 258

    , etc.
    2 of origin, π. γένος εὔχεται εἶναι from what stock he avows that he is by descent, Od.17.373;

    τὴν.. τέχνην πῶς καὶ π. ἄν τις δύναιτο πορίσασθαι; Pl.Phdr. 269d

    ;

    π. ἄλλοθεν..; D.3.28

    : c. gen.,

    π. ποτὲ.. θνητῶν ἔφυσαν; E.Supp. 841

    .
    3 in speaking,

    π. ἄρξωμαι; A.Ch. 855

    (anap.);

    π. ἂν λάβοιμι ῥῆμα; Ar. Pax 521

    , etc.
    4 of the cause, whence? wherefore?

    π. χοὰς ἔπεμψεν; ἐκ τίνος λόγου; A.Ch. 515

    ; to express surprise or negation, π. γὰρ ἔσται βιοτά; i.e. οὐδαμόθεν, S.Ph. 1159 (lyr.);

    π. υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν; Ev.Marc. 12.37

    ;

    πόθεν;

    how can it be? impossible! nonsense!

    E.Ph. 1620

    , Ar.V. 1145, Ra. 1455;

    σὺ δ' ὁμέστιος θεοῖς; π.; Id.Fr. 655

    ;

    ἀλλ' οὐκ ἔστι ταῦτα· πόθεν; πολλοῦ γε καὶ δεῖ D.18.47

    , cf. 24.157, etc.;

    π. γάρ; E. Alc. 781

    .
    5 with Verbs of finding, taking, purchasing, etc.,

    π. ἂν πριαίμην ῥῖνα; Ar. Pax21

    ;

    π. ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp. 2.4

    ;

    π. πρᾷον.. ἦθος εὑρήσομεν; Pl.R. 375c

    , cf. Euthd. 273e, al.; so

    κάθησθε κλάοντες περὶ τῆς αὔριον π. φάγητε Arr.Epict.1.9.19

    .
    II [full] ποθέν, enclit. Adv. from some place or other,

    εἴ π. Il.9.380

    ;

    εἰ καί π. ἄλλοθεν ἔλθοι Od.7.52

    , cf. 5.490;

    φανεὶς.. π. A.Pers. 354

    ;

    ἦλθέ π. σωτήρ Id.Ch. 1073

    (anap.);

    ἐκ δρυός π. ἢ ἐκ πέτρας Pl.R. 544d

    ; ἐκ βιβλίου π. ἀκούσας from some book or other, Id.Phdr. 268c, cf. 244d; after ἐνθένδε, ἐντεῦθεν, ib. 229b, 270a, etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόθεν

См. также в других словарях:

  • πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • ATHLETICA — Hier. Mercuriali vitiosa Gymnasticae species appellata, hominibus robustis efficiendis (talis enim fuit Milo Crotonitata et Athleta ille, quem Olympiodorus τὰ βώλια comminuere solitum scripsit) quo in certaminibus victoriam reportare ac coronas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ARISTOCLES — I. ARISTOCLES Messenius Peripateticus; συνέταξε περὶ φιλοσοφίας βιβλία δέκα, καταλέγει δὲ εν τούτοις πάντας φιτοσοφους, καὶ δόξας αὐτῶν. Immediate enim haec cohaerere debent, in Suida, voce Α᾿ριςτοκλῆς. Sextum eius operis librum citat idem Suidas …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ορσύνω — και πορσυνῶ, έω, και πορσαίνω, Α [πόρσω] 1. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω (α. «δαῑτα πορσύνοντες», Σοφ. β. καὶ παισὶ πόρσυν οἷα χρὴ καθ ἡμέραν», Ευρ.) γ) «οὓς μὲν ἂν ὁρῶσιν πορσύνοντας τὰ ἐπιτήδεια», Ξεν.) 2. προσφέρω, αφιερώνω («τρίτον… …   Dictionary of Greek

  • προσβαίνω — Α [βαίνω] 1. επιβαίνω, πατώ σε κάτι («εἷλκον δὲ τὰς νευράς, ὁπότε το ξεύοιεν, πρὸς τὸ κάτω τοῡ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες», Ξεν.) 2. προσεγγίζω, πλησιάζω σε κάποιο μέρος («Ἀργεῑοι προσέβαινον εἰς τὴν Λάκαιναν», Ξεν.) 3. ανέρχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… …   Dictionary of Greek

  • οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …   Dictionary of Greek

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»