-
1 πυρη-τόκος
πυρη-τόκος, Feuer erzeugend, λίϑος, Philp. 5 (VI, 90), für πυριτόκος.
-
2 πῡρη-τόκος
πῡρη-τόκος, Weizen erzeugend, Conj. Brunck's für γυρητόμος, Philp. 59 (IX, 274).
-
3 πῡρητόκος
-
4 πυρητόκος
-
5 πυρητοκος
1 πυρη-τόκος
πυρη-τόκος, Feuer erzeugend, λίϑος, Philp. 5 (VI, 90), für πυριτόκος.
2 πῡρη-τόκος
πῡρη-τόκος, Weizen erzeugend, Conj. Brunck's für γυρητόμος, Philp. 59 (IX, 274).
3 πῡρητόκος
4 πυρητόκος
5 πυρητοκος