-
1 θεῖον
A brimstone, used to fumigate and purify,δέπας.. ἐκάθηρε θεείῳ Il.16.228
;οἶσε θέειον.., κακῶν ἄκος Od.22.481
; δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμή, from a thunderbolt, Il.14.415; ἐν δὲ θεείου πλῆτο, of a ship struck by lightning, Od. 12.417; ἐμβαλόντες πῦρ ξὺν θ. Th.2.77, cf. 4.100;Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θ. καὶ πῦρ LXX Ge.19.24
; as a natural product, Hp.Aër.7, Ph.2.21, 143, Ti.Locr.99c;θ. ἄπυρον Gal.12.903
; opp. πεπυρωμένον, Dsc.5.107; cf. θεάφιον, θέαφος. (Perh. cogn. with θύω, θυμιάω, Lat. suffire.)------------------------------------θεῖον (B), τό,
См. также в других словарях:
κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek