-
1 πυριδίνης
A whirling fire, PMag.Par.1.598.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριδίνης
См. также в других словарях:
ηεροδίνης — ἠεροδίνης, εω, ὁ (Α) αυτός που περιφέρεται, που περιδινείται στον αέρα («ἠεροδίνης αἰετός»), Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευρυ δίνης, πυρι δίνης] … Dictionary of Greek
πυριδίνης — ὁ, Α δίνη φωτιάς, περιστροφική φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + δίνη (πρβλ. ηερο δίνης)] … Dictionary of Greek