-
1 πυριμαχος
См. также в других словарях:
οξύμαχος — η, ο ανθεκτικός στη διαβρωτική επίδραση τών οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πυρί μαχος] … Dictionary of Greek
πυρίμαχος — η, ο, και πυρομάχος, ο / πυριμάχος, ον, και πυρομάχος, ον, ΝΑ αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη φωτιά νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο πυρομάχος ο πυροστάτης, η πυροστιά 2. φρ. «πυρίμαχα υλικά» τεχνολ. χαρακτηρισμός υλικών που δεν… … Dictionary of Greek