-
1 πυροπεμψίφλογος
πῠροπεμψίφλογος, ον,A sending flames of fire, PMag.Par.1.1362.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυροπεμψίφλογος
-
2 πυροπεμψιφλόγους
πυροπεμψίφλογοςsending flames of fire: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
πυροπεμψίφλογος — ον, Α αυτός που εκπέμπει φλόγες φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί ανώμαλο σχηματισμό αντί τού αναμενόμενου *πεμψι πυρό φλογος και παράγεται < θ. πυρο τής λ. πῦρ + θ. πεμψι τού πέμπω (κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος) + φλογος (< φλόξ,… … Dictionary of Greek
πυροπεμψιφλόγους — πυροπεμψίφλογος sending flames of fire masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)