Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πῠρι-φλεγής

См. также в других словарях:

  • κρουσιφλεγής — ές και κρουσίφλογος, η, ο αυτός που αναφλέγεται κατά την κρούση («κρουσιφλεγής οβίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουσιφλεγής < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσ ις) + φλεγής (< φλέγω), πρβλ. κοσμο φλεγής, πυρι φλεγής, ενώ ο τ. κρουσίφλογος < θ.… …   Dictionary of Greek

  • εριφλεγής — ἐριφλεγής, ές (AM) αυτός που φλέγει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. επιτ. μόριο ερι + φλεγής (< φλέγω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ζα φλεγής, πυρι φλεγής)] …   Dictionary of Greek

  • ζαφλεγής — ζαφλεγής, ές (Α) (επικ. επίθ.) 1. (για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή τους) γεμάτος φλόγα, σφριγηλός, ζωηρός («ἄλλοτε μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (για Ίππους) γεμάτος ορμή και ζωντάνια, ορμητικός, πυρώδης 3. αυτός που λάμπει πολύ, ο… …   Dictionary of Greek

  • ημιφλεγής — ές ἡμίφλεκτος* [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεγης (< φλέγος, το), πρβλ. ερι φλεγής, πυρι φλεγής] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοφλεγής — κοσμοφλεγής, ές (Μ) αυτός που καταφλέγει, που κατακαίει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φλεγής (< φλέγος, τὸ), πρβλ. βραδυ φλεγής, πυρι φλεγής] …   Dictionary of Greek

  • πυριφλεγής — ές, ΝΜΑ αυτός που φλέγεται σαν τη φωτιά, αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες νεοελλ. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός που ενεργεί με ζέση β) (για τον έρωτα) σφοδρός, δυνατός, φλογερός αρχ. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη φλόγωση («πυριφλεγεῑς ὑστέραι»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»