-
1 πυριφλεγεθων
-
2 φλεγεθω
1) сжигать(πόλιν Hom.)
; pass. сгорать(πυρί Hom.)
2) гореть, сверкать(πῦρ φλεγέθει Hom.)
φλεγέθων βολαῖς ἁλίου Eur. — сияющий лучами солнца;φ. κἀν σκότῳ Aesch. — светить и во тьме
См. также в других словарях:
πυριφλεγέθων — Ένας, κατά την αρχαία μυθολογία, από τους τρεις ποταμούς του Άδη. Ενώ ο Κωκυτός και ο Αχέρων ήταν οι ποταμοί των στεναγμών, ο Π. ήταν ο ποταμός της φωτιάς. Ο Όμηρος τον αναφέρει στην Οδύσσεια και ο Πλάτων στον Φαίδωνα. Ο Πλάτων μάλιστα,… … Dictionary of Greek