-
1 πυριάτη
πῠρι-άτη [ᾱ], ἡ (Poll.1.248, 6.54, Phot., who says, πυριάτη θηλυκῶς, οὐχὶ πυρίατος, οὐδὲ πυριατή ὀξυτόνως),A beestings curdled by heating over embers,ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Cratin.142
;πυῷ καὶ πυριάτῃ Ar.V. 710
, cf. Eub.74.5, Luc.Lex.3, Gal. 6.694, Poll.1.248, Phot.; cf. πυριατόν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριάτη
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский