-
1 πυριδρακοντόζωνος
πῠριδρᾰκοντόζωνος, ον,A girt with fiery serpents, PMag.Par.1.1404.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριδρακοντόζωνος
-
2 πυριδρακοντόζωνε
πυριδρακοντόζωνοςgirt with fiery serpents: masc /fem voc sg
См. также в других словарях:
πυριδρακοντόζωνος — ον, Α ζωσμένος με πύρινους δράκοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + δράκων, οντος + ζώνη] … Dictionary of Greek
πυριδρακοντόζωνε — πυριδρακοντόζωνος girt with fiery serpents masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek