-
1 πυρίκαυστος
πῠρί-καυστος, ον,A burnt in fire, Il. 13.564, Plu.2.922a, Vett.Val.127.32; in late [dialect] Ep. [suff] πῠρί-καυτος, Epic. in Arch.Pap.7.4, Nonn.D.10.74, al.2 caused by a burn (or scald, cf. Gal.13.384), φλυκταινίδες ὥσπερ π. Hp.Epid.2.1.1; π. [ἕλκη] Dsc. 1.68.2, cf. Hp.Fract.27, Arist.Pr. 866a6; laterπυρίκαυτα ἕλκεα Aret. SA1.9
.3 πυρίκαυστον, τό, plaster for a burn, Thphr.HP9.19.3, Ign.38;ἡ π. ἔμπλαστρος Asclep.
ap. Gal.13.525.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίκαυστος
-
2 εὐκάτκαυτος
εὐκάτ-καυτος, Phot.A s.v. πισσοκωνήτῳ πυρί.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκάτκαυτος
См. также в других словарях:
πυρίκαυστος — η, ο / πυρίκαυστος, ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, ον, Α 1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά 2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα τού… … Dictionary of Greek