Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πῖσ'

  • 1 Πισ'

    Πῖσα, Πῖσα
    fem nom /voc sg
    Πῖσαι, Πῖσα
    fem nom /voc pl
    Πῖσαι, Πῖσα
    fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > Πισ'

  • 2 Πῖσ'

    Πῖσα, Πῖσα
    fem nom /voc sg
    Πῖσαι, Πῖσα
    fem nom /voc pl
    Πῖσαι, Πῖσα
    fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > Πῖσ'

  • 3 πισ'

    πῖσαι, πιπίσκω
    give to drink: aor imperat mid 2nd sg
    πῖσαι, πιπίσκω
    give to drink: aor inf act
    πῖσα, πιπίσκω
    give to drink: aor ind act 1st sg (homeric ionic)
    πῖσε, πιπίσκω
    give to drink: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > πισ'

  • 4 πῖσ'

    πῖσαι, πιπίσκω
    give to drink: aor imperat mid 2nd sg
    πῖσαι, πιπίσκω
    give to drink: aor inf act
    πῖσα, πιπίσκω
    give to drink: aor ind act 1st sg (homeric ionic)
    πῖσε, πιπίσκω
    give to drink: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > πῖσ'

См. также в других словарях:

  • Πῖσ' — Πῖσα , Πῖσα fem nom/voc sg Πῖσαι , Πῖσα fem nom/voc pl Πῖσαι , Πῖσα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῖσ' — πῖσαι , πιπίσκω give to drink aor imperat mid 2nd sg πῖσαι , πιπίσκω give to drink aor inf act πῖσα , πιπίσκω give to drink aor ind act 1st sg (homeric ionic) πῖσε , πιπίσκω give to drink aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …   Dictionary of Greek

  • -ίνα — κατάλ. θηλ. ον. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από τη λατ. κατάλ. ina κύριων ον. λατ. προελεύσεως, ορισμένα από τα οποία εμφανίζονται και στην Ελληνική (πρβλ. Παυλ ίνα < Paul ina). Στη συνέχεια, η κατάλ. ίνα επεκτάθηκε και σε άλλες… …   Dictionary of Greek

  • Τ, τ — Το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό tâw (= σταυρός) που γραφόταν +, x. Στα αρχαία ελληνικά αλφάβητα το ταυ είχε το σχήμα που έχει και σήμερα, δηλαδή Τ. Από φωνητική άποψη, το ταυ της αρχαίας και της νέας… …   Dictionary of Greek

  • λήστις — λῆστις, εως, ἡ (Α) 1. λήθη, λησμονιά («ὀρχηστύς θ ἅμα κακῶν τε λῆστις», Ευρ.) 2. φρ. «λῆστιν ἴσχω» λησμονώ, επιλανθάνομαι (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ τις (< θ. λᾱθ τού λανθάνω, πρβλ. λήθη) με συριστικοποίηση τού θ προ τού τ (πρβλ. *πιθ τός > …   Dictionary of Greek

  • φροντίδα — η / φροντίς, ίδος, ΝΜΑ 1. μέριμνα (α. «έχει αναλάβει τη φροντίδα τού σπιτιού» β. «ἀλλ οὐ γὰρ αὐτῆς φροντίδ ὡς τέκνων ἔχω», Ευρ.) 2. ενδιαφέρον, έγνοια 3. ανησυχία, αγωνία, σκοτούρα (α. «έχει πολλές φροντίδες» β. «καί με καρδίαν ἀμύσσει φροντίς»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»