-
1 πιλητικος
-
2 πῑλητικός
πῑλητικός, zum Krämpen, Filzen gehörig, dazu dienlich, ἡ πιλητική, sc. τέχνη, die Kunst des Filzers; Plat. Polit. 280 c; Arist. probl. 14, 8 u. Sp.
-
3 πιλητικός
πιλητικόςof: masc nom sg -
4 πῑλητικός
πῑλητικός, zum Krämpen, Filzen gehörig, dazu dienlich; ἡ πιλητική, sc. τέχνη, die Kunst des Filzers -
5 πιλητικός
II of cold, contractive, Arist.Pr. 909b18 ;π. δύναμις Gal. 11.711
; τὸ π. cj. for τὸ πλατικόν in Hp.Cord.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιλητικός
-
6 συμ-πῑλητικός
συμ-πῑλητικός, ή, όν, = συμπιλωτικός; τὸ ψυχρὸν συμπιλατικὸν πόρων ἐστί Tim. Locr. 100 c.
-
7 πιλητικά
πιλητικόςof: neut nom /voc /acc plπιλητικά̱, πιλητικόςof: fem nom /voc /acc dualπιλητικά̱, πιλητικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 πιλητικόν
πιλητικόςof: masc acc sgπιλητικόςof: neut nom /voc /acc sg -
9 πιλητική
πιλητικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 πιλητικήν
πιλητικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 συμπιλητικος
-
12 πιλητικής
-
13 πιλητικῆς
-
14 πιλητικάς
πιλητικά̱ς, πιλητικόςof: fem acc pl
См. также в других словарях:
πιλητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικός — ή, όν, Α [πιλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίληση 2. (για το ψύχος) εκείνος που προκαλεί συμπύκνωση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλητική η τέχνη τού πιλητή … Dictionary of Greek
πιλητικά — πιλητικός of neut nom/voc/acc pl πιλητικά̱ , πιλητικός of fem nom/voc/acc dual πιλητικά̱ , πιλητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικόν — πιλητικός of masc acc sg πιλητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικῆς — πιλητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητική — πιλητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικήν — πιλητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικάς — πιλητικά̱ς , πιλητικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)