Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πῑδήεις

См. также в других словарях:

  • πιδήεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) αυτός που έχει αφθονία πηγών («Ἴδης ἐν κορυφῇσι καθέζειν πιδηέσσης», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ + κατάλ. ήεις μέσω αμάρτυρου *πίδη ή *πῖδος (βλ. πίδακας)] …   Dictionary of Greek

  • πιδηέσσης — πιδήεις rich in springs fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιδήεσσα — πιδήεις rich in springs fem nom/voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιδήεσσαν — πιδήεις rich in springs fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίδακας — ο / πῑδαξ, ΝΑ νεοελλ. 1. φυσική πηγή που εξακοντίζει προς τα πάνω το νερό εξαιτίας τής πιέσεως 2. τεχνητή πηγή που με ειδική συσκευή εκτοξεύει το νερό προς τα πάνω και έτσι δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές… …   Dictionary of Greek

  • pei̯(ǝ)-, pī̆- —     pei̯(ǝ) , pī̆     English meaning: fat; milk     Deutsche Übersetzung: “fett sein, strotzen”     Material: O.Ind. páyatē ‘schwillt, strotzt, makes schwellen, strotzen”, pipyuṣī ‘strotzend, milchreich”, Av. (a) pipyūšī “(keine) milk in the… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»