-
1 μείλιχος
A gentle, kind:I in Il. always of persons,πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μ. εἶναι 17.671
;μ. αἰεί 19.300
, al.; epith. of Λητώ, Ὕπνος, Hes.Th. 406, 763: c. gen.,Ἄρτεμις μ. ὠδίνων
soother of..,AP
6.242 (Crin.): [comp] Sup.μειλιχώτατος IG7.115.1
([place name] Megara): in late Prose, Jul.Or.2.86a, al.II of things, once in Od.,οὐ μ. ἔστιν ἀκοῦσαι οὔτ' ἔπος οὔτε τι ἔργον 15.374
;μ. δῶρα h.Hom.10.2
;ἔπεα Hes.Th.84
;οἶνος Xenoph. 1.6
; αἰών, ὀργά, Pi.P.8.97, 9.43; τὸ μ. gentleness, Thgn.365; τὰ μείλιχα joys, Pi.O.1.30;μείλιχα μυθεῖσθαι Opp.C.3.219
. Adv. - χως, μυθεύμενος Semon.7.18
: neut. as Adv.,μείλιχον ἀντιάαν A.R.1.971
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μείλιχος
См. также в других словарях:
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek