-
41 παν-σεληνιάζω
παν-σεληνιάζω, im Vollmond sein, σελήνη, Procl.
-
42 παν-σεβής
παν-σεβής, ές, = Vorigem, Sp.
-
43 παν-σαγία
-
44 παν-σθενεί
παν-σθενεί, mit ganzer Kraft, Sp.
-
45 παν-σθενής
παν-σθενής, ές, allkräftig, allgewaltig, Sp., VLL.
-
46 παν-σέβαστος
παν-σέβαστος, ganz ehrwürdig, Suid., Sp.
-
47 παν-σέληνος
παν-σέληνος, vollmondlich; ἡ πανσέληνος, sc. ὥρα, die Zeit des Vollmondes, Ar. Ach. 84; Her. 2, 47. 6, 106. 120; Andoc. 1, 38 u. A.; ἡ πανσέληνος, der Vollmond, Aesch. Spt. 371; Soph. O. R. 1090; Plat. Epin. 990 b; κύκλος, Eur. Ion 1155; σελήνη, D. C. 40, 25; νύξ, Vollmondsnacht, Arist. H. A. 10, 38 u. Sp. Auch χρυσίς, ganz rund, Hermipp. b. Ath. XI, 502 e.
-
48 παν-τρόπος
παν-τρόπος, Alles wendend (?); – πάντροπος, ganz gewendet, τετραμμένου παντρόπῳ φυγᾷ γένους, Aesch. Spt. 936.
-
49 παν-τρόφος
παν-τρόφος, allnährend, = παντοτρόφος; Orph. H. 25, 2; γᾶ παντρόφε, Mel. 109 (VII, 476).
-
50 παν-ταρβής
παν-ταρβής, ές, Alles fürchtend, Maneth. 2, 167. 3, 377.
-
51 παν-τερπής
παν-τερπής, ές, allergötzend, Opp. Cyn. 3, 149 u. a. sp. D.; vgl. Plut. non posse 11.
-
52 παν-τευχία
παν-τευχία, ἡ, = πανοπλία, volle Waffenrüstung; σοῦσϑε σὺν παντευχίᾳ, Aesch. Spt. 31; frg. 300; Eur. Heracl. 720. 787; Ios.
-
53 παν-τεχνής
παν-τεχνής, ές, = Vorigem, Eust.
-
54 παν-τεχνήμων
παν-τεχνήμων, ον, = πάντεχνος, Sp.
-
55 παν-τελής
παν-τελής, ές, 1) ganz vollendet, geendigt, vollkommen; παντελῆ σάγην ἔχων, Aesch. Ch. 553; ψηφίσματα, Suppl. 596; δάμαρ, die hochgeehrte, d. i. die rechtmäßige und deshalb die vollen Rechte genießende Gattinn, Soph. O. R. 930; μοναρχία, Ant. 1148; aber παντελεῖς ἐσχάραι, 1003, sind nur alle, = πᾶσαι; in Prosa, ἐλευϑερία, Plat. Legg. III, 698 a; εἰρήνη, Menex. 244 b, öfter, u. Folgde; νίκη, vollständiger Sieg, Plut. Cat. min. 44; – so auch adv., κεἰ χρή με παντελῶς ϑανεῖν, durchaus sterben, Soph. O. R. 669; vgl. Aesch. Prom. 913; u. in Prosa, παντελῶς διαπεπεράνϑαι, Plat. Rep. III, 398 b; Her. παντελέως, 7, 37. 8, 54; so auch ἐς τὸ παντελές, Sp. – Auch als bejahende Antwort, sa, gewiß, wie παντάπασιν, mit γε, Plat. Rep. II, 379 b u. öfter; παντελῶς μὲν οὖν, Parm. 155 c u. öfter. – 2) akt. Alles vollendend, Ζεῦ πάτερ παντελές Aesch. Spt. 111, χρόνος Ch. 959.
-
56 παν-τολμία
παν-τολμία, ἡ, Allkühnheit, Sp.
-
57 παν-τολμίας
παν-τολμίας, ὁ, = Folgdm, Adamant. physiogn. 1, 10, zw.
-
58 παν-τλήμων
παν-τλήμων, = παντάλας; Soph. O. R. 1379 El. 147; Eur. Hec. 198.
-
59 παν-τάλας
παν-τάλας, αινα, αν, ganz, sehr unglücklich; παντάλαν' ἄχη, Aesch. Pers. 629; fem., Eur. Andr. 140.
-
60 παν-τέλεια
παν-τέλεια, ἡ, Vollendung, der höchstmögliche Grad; τῆς καταφϑορᾶς, Pol. 1, 48, 9; Sp.; – τριετηρικὴ παντ. nennt Plut. Symp. 4, 6, 1 die großen Mysterien. – Bei den Pythagoräern hieß die Zehnzahl so, Theol. arithm. p. 63.
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… … Dictionary of Greek
πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek