-
1 παν-ταρβής
παν-ταρβής, ές, Alles fürchtend, Maneth. 2, 167. 3, 377.
-
2 πανταρβής
παν-ταρβής, ές, alles fürchtend
См. также в других словарях:
πανταρβής — ές, Α αυτός που φοβάται τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), πρβλ. πολυ ταρβής] … Dictionary of Greek