-
1 πασιδάμεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πασιδάμεια
См. также в других словарях:
πασιδάμεια — ἡ, Α (για τη θεά Σελήνη) η βασίλισσα όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + δάμεια (< δάμος < δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. ιππο δάμεια] … Dictionary of Greek