-
1 πᾱσι-φαής
-
2 πᾱσιφαής
πᾱσι-φαής, ές, allen leuchtend; auch Beiwort der Aphrodite
См. также в других словарях:
ημιφαής — ἡμιφαής, ές (Α) αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φαης (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αυτο φαής, πασι φαής] … Dictionary of Greek
πασιφαής — ές, θηλ. και πασιφάεσσα, Α 1. αυτός που λάμπει σε όλους 2. ορατός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φαής (< φᾶος «φως»)] … Dictionary of Greek