-
1 πανισμος
-
2 πανισμός
πανισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανισμός
См. также в других словарях:
πανισμός — ὁ, Α [Παν] ο φόβος που προκαλεί ο Παν, πανικός … Dictionary of Greek
1 πανισμος
2 πανισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανισμός
πανισμός — ὁ, Α [Παν] ο φόβος που προκαλεί ο Παν, πανικός … Dictionary of Greek