Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πᾰχύ-χειλος

См. также в других словарях:

  • κωθωνόχειλος — κωθωνόχειλος, ον (Α) (για κύλικα) αυτός που έχει χείλη όμοια με εκείνα τού κώθωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. κώθων + χειλος (< χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, παχύ χειλος] …   Dictionary of Greek

  • λαγόχειλος — και λαγώχειλος, η, ο (Α λαγώχειλος, ον) 1. αυτός που παρουσιάζει λαγοχειλία 2. το ουδ. ως ουσ. το λαγώχειλο(ν) η λαγοχειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. λαγός + χεῖλος (πρβλ. ισό χειλος, παχύ χειλος] …   Dictionary of Greek

  • παχύχειλος — (pachychilus). Κολεόπτερο σαρκοφάγο έντομο της οικογένειας των καραβιιδών, που ζει στις χώρες της Μεσογείου. Το γνωστότερο είδος είναι ο π. ο στικτός, ιθαγενής της Ισπανίας με μέτριο μέγεθος και χρώμα μαύρο. * * * η, ο / παχύχειλος, ον, ΜΑ (για… …   Dictionary of Greek

  • στρεβλόχειλος — ον, Μ 1. αυτός που έχει στρεβλά, στραβά χείλη 2. μτφ. αυτός που διαστρέφει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + χεῖλος (πρβλ. παχύ χειλος)] …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

  • ιπποπόταμος — (Ηippopotamus amphibius). Αρτιοδάχτυλο θηλαστικό της οικογένειας των ιπποποταμιδών, της υπόταξης των χοιρομόρφων. Τα ενήλικα άτομα έχουν μήκος σώματος περίπου 4 5 μ., ύψος στο άκρο του ώμου 1,60 μ. και βάρος 3 4 τόνους. Το πολύ ογκώδες σώμα του… …   Dictionary of Greek

  • παχυχειλής — ές Α ο παχύχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + χειλής (< χεῖλος), πρβλ. ισο χειλής] …   Dictionary of Greek

  • τανυχειλής — ές, Α (για πτηνά ή για τις μέλισσες) αυτός που έχει μακρύ ράμφος ή μακρύ κεντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + χειλής (< χείλος), πρβλ. παχυ χειλής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»