Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πᾰροίτερος

См. также в других словарях:

  • παροίτερος — before masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίτερος — έρη, ον, Α (συγκρ. επίθ. τού πάροιθε) 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από κάποιον, ο εμπρόσθιος, ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.) ενώπιον, μπροστά σε κάποιον 3. (για χρόνο) ο πρότερος, ο… …   Dictionary of Greek

  • παροιτέρω — παροίτερος before masc/neut nom/voc/acc dual παροίτερος before masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίτερον — παροίτερος before masc acc sg παροίτερος before neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιτέρη — παροίτερος before fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίτερα — παροίτερος before neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίτεραι — παροίτερος before fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίτεροι — παροίτερος before masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιτέρω — Α βλ. παροίτερος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»