-
1 πανῳδός
πᾰν-ῳδός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανῳδός
См. также в других словарях:
πανωδός — όν, Α πάρα πολύ μελωδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] … Dictionary of Greek
1 πανῳδός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανῳδός
πανωδός — όν, Α πάρα πολύ μελωδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] … Dictionary of Greek