-
1 πανυπείροχος
παν-ῠπείροχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανυπείροχος
-
2 πανυπειροχος
См. также в других словарях:
πανυπείροχος — ον, Α αυτός που υπερέχει όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπείροχος, ιων. τ. του ὑπέροχος] … Dictionary of Greek