-
1 πανωλεθρος
21) окончательно погибшийπανωλέθρους τὸ πᾶν ὀλέσθαι Soph. — совершенно погибнуть;
πόλιν πανώλεθρον ἐκθαμνίζειν Aesch. — разрушить город до основания2) проклятый, ненавистный, преступнейший(Ἀτρεῖδαι Soph.; μήτηρ Eur.)
3) всеистребляющий, губительнейший(κακόν Her.; ἐμβολαί Aesch.)
См. также в других словарях:
κακώλεθρος — κακώλεθρος, ον (Α) πολύ καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι ώλεθρος, παν ώλεθρος] … Dictionary of Greek
πανώλεθρος — ον, ΜΑ πάρα πολύ ολέθριος, καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («πίτυς... πανώλεθρος ἐξαπόλλυται», Ηρόδ.) 2. τελείως διεφθαρμένος ηθικά («τοῑς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», Σοφ.).… … Dictionary of Greek
ρινώλεθρος — ον, Α (για δυσοσμία) ολέθριος για τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ρινός + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. παν ώλεθρος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek