-
1 παναμωμος
См. также в других словарях:
πανάμωμος — πανάμωμος, ον (ΑΜ) καθ όλα άψογος, εντελώς ανεπίληπτος, πάναγνος μσν. το θηλ. μία από τις τιμητικές προσωνυμίες τής Θεοτόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄμωμος] … Dictionary of Greek
πανάμωμος — η, ο (παν+άμωμος), ο σε μεγάλο βαθμό άψογος, τέλειος, άσπιλος (κυρίως επίθ. της Θεοτόκου) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)