-
1 παν-ηβηδόν
παν-ηβηδόν, die ganze Jugend, Tzetz.
-
2 πανηβηδόν
πᾰν-ηβηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανηβηδόν
-
3 πανηβηδόν
См. также в других словарях:
πανηβηδόν — Μ επίρρ. όλοι μαζί οι έφηβοι, όλη μαζί η νεολαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἡβηδόν «κατά την εφηβική ηλικία»] … Dictionary of Greek