-
1 πανδαισία
A complete banquet at which no one and nothing fails, Hdt.5.20, Ar. Pax 565, Is.Fr. 100, Plu.2.1102a, Supp.Epigr.4.304.6 ([place name] Panamara), Alciphr.3.18:—also [suff] πᾰν-δαίσιον, τό, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδαισία
См. также в других словарях:
πανδαισία — ιων. τ. πανδαισίη, ή, ΝΑ πλούσιο και μεγαλοπρεπές συμπόσιο, γεύμα όπου παρευρίσκονται όλοι και παρατίθεται κάθε είδος φαγητού, η ευωχία, το φαγοπότι νεοελλ. μτφ. πλούτος πνευματικών απολαύσεων ή αφθονία υλικών αγαθών (α. «μουσική πανδαισία β.… … Dictionary of Greek
πολυδαισία — ἡ, Α η πολυφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαισία (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. παν δαισία] … Dictionary of Greek