-
1 παν-αρμόνιος
παν-αρμόνιος, ganz passend, überall passend; Plat. Phaedr. 277 d ποικίλῃ μὲν ποικίλους ψυχῇ καὶ παναρμονίους διδοὺς λόγους, ἁπλοῦς δὲ ἁπλῇ; VLL. erkl. πάντοϑεν ἡρμοσμένος; Sp.; – mit allen Harmonien, ᾠδὴ ἡ ἐν τῷ παναρμονίῳ καὶ ἐν πᾶσι ῥυϑμοῖς πεποιημένη, Plat. Rep. III, 404 d; ὄργανον, D. C. 74, 3; vgl. auch Alexis bei Phot. lex.
-
2 παναρμόνιος
πᾰν-αρμόνιος, ον,A embracing all modes or scales, in neut. of a style of Music,οὐκ ἄρα πολυχορδίας γε οὐδὲ παναρμονίου ἡμῖν δεήσει ἐν ταῖς ᾠδαῖς τε καὶ μέλεσι Pl.R. 399c
, cf. 404d; [ὄργανα] π. ib. 399d; αὐτὰ τὰ π. ibid.;τὸ π. τὸ καινόν Alex.298
;π. ὄργανον D.C.74.3
.II metaph., complex, elaborate, ποικίλῃ μὲν ποικίλους ψυχῇ καὶ π. διδοὺς λόγους opp. ἁπλοῦς, Pl.Phdr. 277c, cf. Iamb.Myst.5.21;π. τι χρῆμα ἡ ὄρχησις Luc.Salt.72
; ψυχαὶ π. διὸ παντοδαπῶς ἔστιν ἀκούειν ἀμφοτέρων, of Homer and Plato, Olymp. Vit.Pl.p.4 W.2 harmonious,χορός Ph.2.399
; ἀστέρων στρατιά ib. 242; συζυγία τῶν τεττάρων δυνάμεων ib. 136; ἑβδομάς, ὀγδοάς, ib. 166, Pythag. ap. Theol.Ar.54; τετράχορδον, of Diocletian and his associates, Jul.Caes. 315c; π. ἐρωαί, of the song of the Muses, Orac. ap. Porph.Plot.22: neut. as Adv.,π. ᾄδειν Philostr.Im.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναρμόνιος
-
3 παναρμόνιος
παν-αρμόνιος, ganz passend, überall passend; mit allen Harmonien -
4 παναρμονιος
См. также в других словарях:
πολυαρμόνιος — ον, Α μουσ. αυτός που έχει πολλές αρμονίες, πολύφωνος («πολυαρμόνια καὶ πολύχορδα όργανα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αρμόνιος (< ἁρμονία), πρβλ. παν αρμόνιος] … Dictionary of Greek